United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το δροσερό ανοιξιάτικον αέρα που πνιγμένος σε μύριες ευωδιές το βασιλιά και τους αρχόντους πέρα σε πιο όμορφες τους φέρνει ακρογιαλιές. Κάθε άεργο, ζητιάνο, κλέφτη, αλήτη γύρω απ τη χώρα έχει μαζέψει εδώ, από καλύβι γύρισε σε σπίτι κι ερέθισε τον κόσμο το φτωχό.

Όσο που εκουραζόταν από το πολύ το δάρσιμο κ' επαράδινε το σκοινί στους στρατιώτες. Κι αν τύχαινε και κανένας δύστυχος, πνιγμένος μες το περισσό δίκιο του, να βρη μες την απελπισία την τόλμη να πη και κάνα λόγον παραπανιστό, «από το Θεό να τόβρης», «Θεός είνε κι ας σε κρίνη», ξερωγωτί· αφτός λυσσασμένος τόρα πιο πολύ, τον αλάτιζε πρώτα καλά με το σκοινί.

Κι’ ο Κωνσταντής περίφανος για τα κεντήματά της, Πνιγμένος από τη χαρά γυρίζει και της λέγει: — Τι λες, Χρυσάιδω μου γλυκειά; Τι λες, χρυσό μου ταίρι; Και ποια άλλη μπόρεσε ποτέ και ποια άλλη θα μπορέση Στον κόσμο τέτοιο κέντημα χιλιόπλουμο να φκιάση; — Κι’ όμως μου φαίνεται να λες, σαν κάτι να του λείπη. — Αλήθεια κάτι λείπεται π’ αυτό το κέντημά σου.... Αλήθεια μες στ’ αμέτρητα και πλούσια του κεντίδια, Του λείπεται ένα, που έπρεπε καθόλου να μη λείπη.... Αχ! ένα που είχαμε ποτε και που μας λείπει τώρα!

Το φάντασμα τούτο ήτο ο μεγαλείτερος τρόμος όλων των παιδιών. — Μη φοβάσαι! μη φοβάσαι! Έλεγα προς τον τρομασμένον Φαφάναν και τον ερωτούσα: — Όλα, μωρέ, σου τα πήρε το σκυλοκρέββατο; — Και το τάλλαρο! απήντησεν ο Φαφάνας, πνιγμένος μέσα εις τα δάκρυα.

Επί μάλλον και μάλλον πνιγμένος, επί μάλλον και μάλλον βραχνός και αλγεινότερος ο μυκηθμός του ταύρου ανεμιγνύετο με το οξύ φύσημα του βαρβάρου. Η κεφαλή του ζώου συνεστρέφετο πάντοτε περισσότερον και αίφνης, εκ του ρύγχους του, εκρεμάσθη μία υπερμεγέθης σιελώδης γλώσσα.

Και κόσμος μυστικός, κρυφός στα έθιμά του, στη γλώσσα, τους συλλογισμούς, οστρακοφόρος και λεπιδοντυμένος και αγκαθόφραχτος εγύριζεν απάνωκάτω μέγας και αρειμάνιος σαν Γολιάθ ο ένας και άλλος ταπεινός, φοβιτσάρης, πάντα θύμα ο ένας τ' αλλουνού, τροφή του και συντήρησις. Κάπου εδώ άνοιγε σαν αντένες τα πόδια του κ’ έτρεχε να συλλάβη τη σουπιά ο αστακός πνιγμένος μέσα στο μελάνι της.

Ποιος της είπε πως πνίγηκε; Εγώ της είπα πως παντρεύτηκε!... Άλλο πνιγμένος στη στερηά κι' άλλο στη θαλασσα. — Έχει δίκηο ο Μαθιός! είπε πάλι ο μπατζανάκης του. Μήπως της είπε πως πνίγηκε; Σα γύρισαν τα μυαλά της, τι φταίει ο Μαθιός; Ο Μαθιός πήρε λίγο απάνω του. Άρχιζε να παρηγοριέται και μοναχός του και οι βρισιές της γρηάς Λαλεχίνας του ήρθαν πάλι στο νου του.

Μπορούσε να διαβάζη κι αποπάνω κι αποκάτω, κρατούσε το βιβλίο πότε ορθά πότε ανάποδα και διάβαζε τόσο δυνατά, που αντηχούσε όλο το σπίτι. Τέλος κάθησε λίγες στιγμές μόνος του και συλλογιζότανε. Έπειτα έτρεξε άξαφνα τόσο γλήγορα, σα να είχε βια να φτάση όσο μπορούσε προτήτερα εκεί που ήθελε. Πήγε ίσια στην κάμαρα του μπαμπά, όπου καθότανε κείνος πνιγμένος στους καπνούς.

Του έρριξε μια ματιά πονετική, ένα χαμόγελο γεμάτο από συχώρεση κι άξαφνα σβύστηκε. — Και πάλι φεύγεις και πάλι! είπε ο Αριστόδημος· πνιγμένος στα δάκρυα. ς' Την αυγή σαν ξύπνησε ο αρχαιολόγος του κάστηκε πως ήταν δέκα χρόνια γεροντότερος. Δεν είχε δύναμη να σηκωθή από το κρεββάτι. Όχι δεν είχε δύναμη, αλλά και τόβρισκε όλως διόλου περιττό.

Να είχα το ελάχιστον δέκα ρίζες εληές! έλεγε πολλάκις η γραία. Ο μακαρίτης ο άνδρας της, ο Μπάρμπα Δήμας, κτηματίας φιλόπονος, απέθανε κατάχρεως, πνιγμένος έως εις τον λαιμόν μέσα εις τα χρέη.