United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ιδού· λάβε φλωριά σαράντα. Θέλω φαρμάκι δυνατόν, να ενεργή αμέσως, κι' άμα σταις φλέβαις σκορπισθή νεκρόν να τον αφίνη εκείνον που βαρέθηκε να ζη, και θα το πάρη. Από το σώμα την ζωήν το θέλω να την διώχνη διά μιας, ορμητικά, καθώς ορμά κ' εβγαίνει από τα σπλάγχνα κανονιού πυρίτις αναμμένη. ΦΑΡΜΑΚΟΠΩΛΗΣ Φαρμάκι έχω δυνατόν, καθώς το θέλεις· όμως τον τιμωρεί τον πωλητήν με θάνατον ο Νόμος.

Τα χιονώδη κύματα έσκασαν και διελύθησαν, αυτά τα πρότερον ολισθηρά και ως πλάκες μαρμάρου στερεά, εις ορμητικά ύδατα, τα οποία αφρισμένα εβρόντουν ως υπόκωφοι κεραυνοί· ήτο χιονοστιβάς, η οποία κατεκρημνίζετο όχι επάνω εις τον Ρούντυ και τον θείον, αλλά πλησίον των, πολύ πλησίον των. — Κρατήσου στερεά Ρούντυ! εφώναξε ο θείος· «στερεά με όλην την δύναμίν σου

Και παρήλασε προ αυτού, ως εν καλειδοσκοπίω, κόσμος ολόκληρος, φανταστικός . . . θάλασσα μαγική, κατάλευκος, ασάλευτος, ωσάν από μάρμαρον, ηπλούτο εις απέραντον διάστημα και αυτός, επιβαίνων μικρού μονοξύλου, έτρεχε, με ταχύτητα πτηνού, επί της ακυμάντου επιφανείας, ωσάν δύναμις υπερφυσική να ώθει το ακάτιον . . . Αίφνης η λεία επιφάνεια ερρυτιδούτο . . . μία στιγμή ακόμη και μετεβάλλετο εις κύματ' αφρισμένα, οργίλα, ορμητικά, υπερύψηλα και το ακάτιον ανετρέπετο, εσφενδονίζετ' ως πτερόν εις άξενον παραλίαν, αυτός δε, ναυαγός οικτρός, εκυλίετο επί της άμμου εξησθενημένος, ενώ η σκηνή μετεβάλλετο . . . Και του εφαίνετο ώρα ως να εισήρχετο εντός δάσους καταπύκνου, ζοφερού, μυστηριώδους, με γιγάντεια δένδρα, με καμμίαν, ουδέ την ελαχίστην, ακτίνα φωτός . . . Και ενώ εβάδιζε με αγωνίαν, ζητών διέξοδον, ο λαβύρινθος δεν μετεβάλλετο, εις τον αυτόν δε κύκλον συστρεφόμενος άπελπις και πίπτων από κόπωσιν, επειράτο να κραυγάση και αφυπνίζετο έντρομος και περίρρυτος από ιδρώτα . . .

Ποια κακή τρέλλα σ’ έπιασε και ποιος από τους αθανάτους σε τέτοια δεινά σ’ έσπρωξε, που δεν υπάρχουν ποιο μεγάλα; Αλλοίμονό σου, δύστυχε, να σ’ αντικρύσω δεν μπορώ, αν και πολλά να σε ρωτήσω θέλω, πολλά απ’ το στόμα σου να μάθω τέτοια είν’ η φρίκη που γεννάς. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλοίμονο, αλλοίμονο, ο δυστυχισμένος! Σε ποια μεριά της γης με παν, σε ποιο βυθόν ορμητικά κυλά η φωνή μου! Αλλοίμονο!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Μην ορκισθής καλλίτερα. — Αν κ' ήσαι η χαρά μου, απόψε δεν την χαίρομαι την ένωσιν αυτήν μας. Ορμητικά, κ' εξαφνικά κι’ ανέλπιστα μου ήλθε·ήτον ωσάν την αστραπήν, οπού περνά και φεύγει πριν ‘πή κανένας: άστραψε! — Γλυκέ μου, καλήν νύκτα! Ίσως αυτό το σφαλιστόν το άνθος της Αγάπης ‘ς την αύραν του καλοκαιριού τα φύλλα του ανοίξη, κι ανθίζει και μοσχοβολά ως που να ξαναέλθης.

Το χάρτινον πλοιάριον ανέβαινε και κατέβαινεν εις το αυλάκι, και κάποτε εστρεφογύριζε τόσον ορμητικά, ώστε έτρεμεν ο στρατιώτης· αλλά δεν το απεδείκνυεν, ούτε ήλλαζεν η φυσιογνωμία του, και εκύτταζεν εμπρός του πάντοτε με το όπλον επ' ώμου. Έξαφνα εχώθη το πλοιάριον εις την υπόνομον, και ο στρατιώτης ευρέθη εις τα σκοτεινά, επίσης σκοτεινά καθώς όταν ήτο κλεισμένος εις το κουτί του.

Όταν γύρισε σπίτι του επήρε το φως από το χέρι τον υπηρέτη του, που ήθελε να του φέξη, και μπήκε μόνος στην κάμαρα του, όπου άρχισε να κλαίη δυνατά· μιλούσε παράφορα με τον εαυτό του και περπατούσε ορμητικά πάνω κάτω.

Όμως η ζωή του Βιζυηνού της μοίρας του είτανε να καταλήξη όλως αντίθετα με ό,τι θα ταίριαζε να της είχε προετοιμάση μια μύηση και μιαν αφωσίωση και στην τέχνη και στην επιστήμη, στην ποίηση και στη φιλοσοφία, που είχε ξεκινήση από νωρίς ορμητικά και ακούραστα και είχε μπη σε δρόμο δαφνόστρωτο.

Τα μόνα ωραία πράγματα, καθώς το είπε κάποιος μια φορά, είναι εκείνα που δεν αφορούν σ' εμάς. Εφόσον ένα πράμα μας χρησιμεύει ή μας χρειάζεται ή οπωσδήποτε μας επιδρά προξενώντας μας πόνο ή ηδονήν ή αποτείνεται ορμητικά στη συμπάθειά μας ή είναι ζωτικό μέρος του περιβάλλοντος όπου ζούμε, είναι έξω από την καθαυτό σφαίρα της Τέχνης. Πρέπει να είμαστε πολύ ή λίγο αδιάφοροι στα θέματα της Τέχνης.

Χωρικός τις έτυχε διαβαίνων εκείθεν· ιδών δε τον κόσμον συνηθροισμένον, ερώτησε την αιτίαν της συρροής ταύτης· ότε δε τω έδειξαν τον κίνδυνον της οικογενείας, και τω είπον το τεθέν υπέρ της σωτηρίας αυτής βραβείον, πηδά αμέσως εντός πλοιαρίου, λαμβάνων δε τα κωπία εις τας στιβαράς του χείρας, αρχίζει ν' αντικρούη τα ορμητικά του ρεύματος κύματα, προσπαθών μετά μεγάλου αγώνος και κόπου να πλησιάση τον σαλευόμενον θόλον.