United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Φουσκομάγουλος με μιας φυγής, το δρόμο πιάνει· Βουτάει, χωρίς να στοχαστή πιον φίλον πάει και χάνει· 190 Και με το βούτημα έφτακε της λίμνης ως τον πάτο, Και απόφυγε το θάνατο από φαρμάκι ακράτο. Ο Ποντικός απάντεχα και ανέλπιστα ριμμένος, Απόμεινε ο κακότυχος τ' ανάσκελα απλομένος. Του κάκου κλει τα πόδια του· χαμένα αγαναχτάει. 195 Στον πάτο πάει τη μια φορά, την άλλη ανηφοράει.

Ο γέρων ανετινάχθη και με ητένισε με βλέμμα οργίλης εκπλήξεως: — Δεν το γνωρίζομεν αυτό, δεν το γνωρίζομεν... Η επιστήμη έχει κάμει τόσας ανακαλύψεις, έχει κατορθώσει τόσα, τα οποία προ ολίγων ακόμη ετών θα εθεωρούντο αδύνατα και ανέλπιστα, ώστε τίποτε σήμερον πλέον να μη φαίνεται αδύνατον. — Ώστε δεν αποκλείετε την ελπίδα να ζήσετε άλλα 400 έτη ακόμη; τον ηρώτησεν ο Μαυρογένης.

Φύγε, φύγε τον κίνδυνον, Διά τον Σταυρόν 'που πλύνεις Με τ' αίμα σου· διά τ' όνομα Της ιεράς των τέκνων σου Ελευθερίας. Έως σήμερον σε ωφέλησαν Του νοός η θεόπνευστος Φλόγα, και τα μεγάλα, Ανέλπιστα, αναρίθμητα Έργα, και η δύναμις. Αλλ' έφθασεν η ημέρα Κινδύνου· η δοξασμένη Δάφνη της κεφαλής σου Τρέμει· κ' ο εχθρός προσέχει Να την αρπάξη.

Κι ο Δάφνης αφού ανέλπιστα βρήκε και φιλί και τη Χλόη, κάθησε κοντά στη φωτιά κ' έρριξεν από τους ώμους του επάνω στο τραπέζι τις φάσες και τα κοτσύφια· και διηγότανε πως στενοχωρημένος από την κλεισούρα στο σπίτι εβγήκε για κυνήγι και πως άλλα με τα δίχτυα κι άλλα με τα ξόβεργα έπιασε τα πουλιά, που δρέγονταν τα σμέρτα και τον κισσό.

Και συνάμα τις έδινε, κι αφού τους αγκάλιασε, τους γλυκοφιλούσε. Εκείνοι σαν είδαν ανέλπιστα τόσα λεφτά, αμέσως έδιναν το λόγο τους, ότι θα του δώσουν τη Χλόη για γυναίκα κ' υπόσχονταν πως θα πείσουν και το Λάμωνα.

Μέσ' 'ς το σκοτάδι το βαθύ της νύχτας, του Ομέρη Κινάει απ' το στρατόπεδο τ' αμέτρητο τ' ασκέρι Με μια 'περήφανη χαρά, μ' ένα χρυσό όνειρό τουτο Μεσολόγγι πώς θα 'μπή. Με τον αλαλαγμό του Σμίγονται που κ' οι θλιβεροί καμμιάς καμπάνας ήχοι, Καμπάνας του Μεσολογγιού. Σιμώνει ο οχτρός τα τείχη Άξαφνα, ανέλπιστα, με μιας 'σάν σύγνεφα αστράφτουν Και μέσ' 'ς τα μαύρα χώματα χίλια κουφάρια θάφτουν.

Τ' ομολογώ επλανέθηκα στον άγνωμο σκοπό μου· Και καταφρόνια ανέλπιστα θωρώ με θιαμασμό μου. 80 Μικροί μεγάλοι με μισάν· κανένας δε με θέλει. Αν είμαι, ή αν δε βρίσκομαι, τελείως δεν τους μέλει, Και σα να μ' είχαν όχτρητα το πρόσωπο γυρίζουν, Αλλ' ως κι' οι φίλοι μου οι παλαιοί, κι' αυτοί δε με γνωρίζουν, Κι' αν κανενός αποκοτάω διο λόγια να μιλήσω, 85 Φεύγει με πάτημα γοργό, μηδέ τηράει οπίσω.

Ανέλπιστα όμως έγινε καλήτερα η γυναίκα μου. Το καλητέρεμά της προχωρούσε αργά κ' η δύναμή της είτανε λίγη. Δεν περιγράφεται πόσο παράξενο μας είταν αυτό το νέο ξύπνημα στη ζωή, που κανείς δεν το περίμενε. Ωστόσο είτανε πραγματικότητα κι όταν τώρα καθόμουνα στο γραφείο μου κάτω στο ισόγειο κι όλο το σπίτι είτανε βυθισμένο στην ησυχία, μπορούσα να ξαναπλάθω πάλι όνειρα για το καλοκαίρι.

Διαβαίνει ανήφορους και μονοπάτια, Βράχους απάτητους, νεροσυρμαίς, Εξημερώθηκε μεςτα Παλάτια, Εψυγομάχησε χίλιαις φοραίς. Το μνήμα επρόσμενε ...Λιγάκι ακόμα Να φτάση τώλειπε... πετιέται ορθός. Πηδά, ανδρειεύεται... το έρμο χώμα Σφίγγειτα δόντια του, πέφτει νεκρός. Το βράδυ ανέλπιστα πιάνει το χιόνι Κι' ο τάφος κρύβεται βαθειά βαθειά.

Περνούν μεσάνυχτα κ' η Πούλια σβυέται, Τα πλάγια ασπρίζουνε, σιμόν' η Αυγή. Στέκει.. ακουρμένεται... δεν αγροικιέται Κανένα πάτημα... παντού σιγή. Ξύπνούν η πέρδικαιςτο χαραμέρι. 'Στο λόγγο ερρίχτηκε, γύρω θωρεί... Γνωρίζει ανέλπιστα παληό λημέρι, Τη βρύση εξάνοιξε πώτρεχ' εκεί. Πάλ' ακουρμαίνεται... γέρνει ταυτιά του.