United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετ' ολίγον έφθασεν η μάγισσα και έτρεξε πρώτον εις τον άνδρα της τον νέον βασιλέα των Μελανών Νησίων, και άρχισε να τον δέρνη, κατά την συνήθειάν της τόσον σκληρά, ώστε αι θλιβεραί φωναί οπού έβγαζεν ο δυστυχής εκινούσαν εις έλεος και τα άψυχα κτίσματα, και την καλούσε να κάμη έλεος εις αυτόν και αυτή του έλεγε· συ δεν έλαβες ευσπλαγχνίαν διά τον ιδικόν μου αγαπητικόν, ούτε εγώ δεν θέλω ποτέ λάβει συμπάθειαν διά σε . . .

Την έβλεπα ωργισμένη άλλοτε, τρελή να δέρνη με αφρούς τ' ακρογιάλι, να καβαλικεύη τα χάλαρα, να σκαλώνη στων βράχων τις σπηλιές, να βροντά και να ηχάη ανήσυχη, λέγεις κ' εζητούσε να φθάση στα έγκατα της γης να σβύση τις φωτιές της.

ΧΡΥΣ. Πάντα έτσι; Τι λες; Να με δέρνη πάντα; ΑΜΠ. Όχι• αλλά να στενοχωρήται αν κυττάξης κανένα άλλον. Διότι αν δεν σ' αγαπά, γιατί να θυμώνη αν έχης και άλλον εραστήν; ΧΡΥΣ. Αλλά δεν έχω κανένα, και αυτός ενόμισε άδικα ότι με αγαπά εκείνος ο πλούσιος, διότι κάποτε ανάφερα το όνομά του.

Και αγριομάτης, σκληρόψυχος, περιφρονητής όλων μαζί των δυνάμεων της φύσεως και της θρησκείας, ανώτερος από την πρόληψι και την παράδοσι, άρπαξε το εικόνισμα από τα χέρια του παιδιού, το έδεσε σφιχτά στο κατάρτι και με το βρωμερό παπάζι που σφογγίζουν το κατάστρωμα, άρχισε να δέρνη και να ραπίζη τον άγιο με μίσος και περιφρόνησι.

Τας σκέψεις εξωνύχισα παντός σοφού αρτίου και τα περί θελήσεως εκείνα του Καντίου, που έξαφνα το στόμα του 'μπορούσε να το κλείση κι' επί καιρόν εις άνθρωπον ποσώς να μη 'μιλήση, αλλ' όταν είδα μια φορά χονδρό περιβολάρη να δέρνη το γαϊδούρι του με δυνατό στηλιάρι κι' αυτό από την θέσιν του να μη σαλεύη βήμα εφώναξα 'στόν Κάντιον «τα όσα γράφεις κρίμα! .. » την θέλησίν σου προς αυτήν την θεωρείς ισόπαλον; » εσύ σφαλάς το στόμα σου διότι συ το θέλεις, » κι' ο γάιδαρος ξυλίζεται αλύπητα με ρόπαλον » κι' εν τούτοις βήμα εμπροστά δεν πάει ο τεμπέλης».

Παρήλθον δέκα λεπτά της ώρας, και γενναίον πετροβόλημα άρχισε να δέρνη την στέγην, τας ξυλώσεις και τας δοκούς του αφατνώτου πατώματος της ερήμου οικίας. Πολλοί λίθοι με υπόκωφον δούπον, διερχόμενοι διά των δοκών, και άλλοι διά της θύρας, έπιπτον εις το έδαφος του ισογείου.

Ήτον αυτήν την κεφαλήν ν' αφήσουν να την δέρνη ο άνεμος;... κ' εις ταις βρονταίς ταις φοβεραίς ν' αντέχη; Κ' εις των φωτιών το σμίξιμον και εις τ' αστροπελέκια να στέκης έξω φύλακας, καϋμένε στρατιώτη, με μόνην σκέπην σου αυτήν την περικεφαλαίαν; Και του εχθρού μου το σκυλί, κι' ας μ' είχε δαγκαμένην, τέτοιαν νυκτιάν θα τ' άφινα να ζεσταθή κοντά μου!