United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Αρχιφύλακας απομέσα, τάχα πως θα ψάξη μην έχουν μαχαίρια, άνοιγε αγριωπός τα σακούλια τους. Άνοιγε τα κοφίνια με τα σταφύλια, κ' έπαιρνε για λόγου του δυο τρία από καθεμιά τους. Καμιά φορά πρόβαλε κ' η νειόνυφη του Βεργή, πεταχτούλα και περδικωτή, η ομορφότερη αφτή στις χάρες και στα στολίδια. Άνοιξε διάπλατη την πόρτα ο Σκοπός, κι αλαφρή σαν πέρδικα, πήδησε μέσα.

Ο πρώτος ξαναείπε: — Το μαύρο μαντήλι την κάνει ομορφότερη.... Ο δεύτερος αναστέναξε. Οι δυο μαζή γύρισαν και την κύτταξαν με γλυκά μάτια. Ο πρώτος ήταν ξανθός, με μεγάλα μουστάκια και γαλανά μάτια. Ο δεύτερος μελαχροινός, χλωμός, με λίγο μαύρο χνούδι απάνω απ' το χείλι του. Η γυναίκα σήκωσε τα μάτια της και τους κύτταξε, σαν να κατάλαβε πως μιλούσαν γι' αυτήν.

Απ' το χέρι σου και με ρόδα; τι καλήτερο θάψιμο· του είπε ασημογελώντας εκείνη. — Θα σε θάψω για να σ' αναστήσω ομορφότερη. — Σου είπα· για τέτοιο νεκροθάφτη ήθελα να πέθαινα χίλιες φορές... Δε μου λες· επρόσθεσε αμέσως στα σοβαρά· οι σοφοί αυτού είνε; — Εδώ· ριγμένοι στα βιβλία τους. — Κι ο Αριστόδημος ; — Κι ο Αριστόδημος. Γιατί ρωτάς;

Επειδή αφού ντύθηκε η Χλόη κ' έδεσε τα μαλλιά της επάνω κ' έπλυνε το πρόσωπό της, τόσο ομορφότερη εφάνηκε σ' όλους, που κι ο Δάφνης μόλις την εγνώρισε. Μπορούσε να ορκιστή κανένας και χωρίς τα σημάδια, ότι τέτοιας κόρης δεν ήτανε πατέρας ο Δρύαντας. Μα κι αυτός ήταν εκεί κ' έτρωγε μαζί με τη Νάπη, έχοντας παρέα σε ξεχωριστό τραπέζι το Λάμωνα και τη Μυρτάλη.

Και άλλοι ακόμη έλεγαν, πως κάποια τυχερή κοπέλα του χωριού η ομορφότερη, τον έμπλεξε στα δίχτυα της. Κατεβαίνει από τους λόγκους τους πυκνούς που το σκεπάζουν το χωριό ολόγυρα. Μπαίνει πάντα αθώρητος και αγνώριστος ο Τρύφος μες τα βαθιά σκοτάδια, κατά τις βροχερές τις νύχτες του χειμώνα.

Ο κήπος με τα καρποφόρα δέντρα του, τα λαχανικά του και τα θεόρατα πλατάνια του κάτω εκεί που έσμιγε σ' αδελφωμένο νανούρισμα με της νεροσυρμής τον αχό, ο κήπος μέσα στην ομορφότερη αστροφεγγιά του καλοκαιριού, έπαιρνε μια φανσταστή όψη και το μικρό σπιτάκι ανάμεσά του, παράστεκε σα μια μικρούλα ονειρευτή φωλιά παντοτεινής αγάπης.

Κι ως τόσο ποτές η Ασήμω δε φάνηκε ομορφότερη, τα μάτια της ποτές δε σπιθοβόλησαν πιο αστραφτερά από τη φοβερή εκείνη τη βραδινή. Διάβαινε χαμόδεντρα, πηδούσε λιθάρια, ανεβοκατέβαινε λακκωσιές, σκαρφάλωνε βράχους, σαν αγρίμι κυνηγημένο από τη φωλιά του, πούλεγες τρύπα γύρευε να γλυτώση. Ζυγώνει σε μέρος που ξάνοιγαν οι βράχοι εκεί απάνω, κ' έκαμναν είδος δώμα.