United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πήδηξε τότε ο φοβερός γιος του Πριάμου μέσα μ' όψη άγρια σα γοργής Νυχτόςκαι ξάστραφτε απ' το σκιάχτη χαλκό που φόραε στο κορμίβαστώντας διο κοντάρια μέσα στις χούφτες του. Κανείς, νάθε προβάλει ομπρός του, 465 δεν τον σταμάταε εξόν θεός την ώρα που πηδούσε μες στη μπασιά, και λες φωτιές τα μάτια του πετούσαν.

Και όταν η βραδυνή σκοτεινιά ετύλιξε το καράβι, — που ταχύτερα τώρα πηδούσε σ' τα κύματα για τη χώρα του Βασιληά Μάρκου, — αιώνια ενωμένοι, αφέθηκαν στον έρωτα! Ο Βασιληάς Μάρκος υπεδέχθη την Ιζόλδη την Ξανθή στην παραλία. Ο Τριστάνος την επήρε από το χέρι και την ωδήγησε μπρος στο Βασιληά. Ο Βασιληάς την πήρε στην κατοχή του πιάνοντάς την κι' αυτός από το χέρι.

Κι' αν ίσως κάποτε έκανε ν' αντισταθεί ζητώντας 265 μια και καλή να φωτιστεί, τάχα μπροστά τον έχουν όλοι οι θεοί που κατοικούν τα φωτισμένα ουράνια, πάντα άγρια του πελάγωνε νεροσυρμή τους ώμους. Κι' αφτός καρδοστενόχωρος πηδούσε, μα το ρέμα 270 πλάκωνε φρένιο κι' έσκαβε το χώμα που πατούσε.

Πηδούσε από το ένα πλευρό του δρόμου στο άλλο, μα δε μου ήρθε ούτε μια στιγμή στο νου πως μπορούσε να σπάση κάτι, ή ναναποδογυριστούμε. Ο αμαξάς είτανε λαμπρό παιδί και συλλογιζότανε το μικρό αγόρι μου, που είταν τόσο ωραίο και χαριτωμένο και δεν έπρεπε να πεθάνη. «Είναι ο πατέρας με το παιδί του», έλεγα δυνατά μόνος μου.

Και τρέχανε μ' οχλοβουή στα πλοία, κι' από κάτου 150 απ' τα ποδάρια ως αψηλά ο κουρνιαχτός πηδούσε, κι' έσκουζε ο ένας τ' άλλου εφτύς ν' αδράξουν τα καράβια και ναν τα ρήξουν στο γιαλό, και πάστρεβαν τ' αβλάκια κι' ως στα ουράνια ανέβαινε το σκούξιμο, ζητώντας πίσω να πάνε, κι' έβγαζαν των πλοίων τα φαλάγγια.

Δοκίμασε να γελάση όταν αντίκρυσε τη μαϊμού, που είτανε γι' αυτόν το διασκεδαστικότερο απ' όλα όσα ήξερε και που τώρα πηδούσε απάνω κάτω στο οργανέτο, βροντώντας τη μικρή αλυσσίδα της, κ' έκανε κωμικούς μορφασμούς εκεί που προσπαθούσε να σπάση ένα καρύδι. Μα ο Σβεν δεν είχε δύναμη να τα δη όλα αυτά. Γινότανε μόνο όλο και σοβαρότερος κι όλο και βαρήτερος καθότανε στην αγκαλιά του μπαμπά.

— «Αχ! έλεγα μέσα μου, πότε θα φτάσω ψηλά σ' εκείνη τη ράχη, για να ιδώ απέκει ό τι ωνειρεύομουν δέκα πέντε τόσα χρόνια στα Ξένα, και να ρίξω το ντουφέκι του ξενιτεμένου, για να μάθη το Χωριό τον ερχομό μου! «Και λέγοντας αυτά, χτυπούσα το κακόμοιρο τ' άλογο με τους φτερνιστήρές μου, κι' αυτό το καημένο πηδούσε αγκομαχώντας, και μου φαίνονταν, ότι πηδούσε στα σύννεφα, αλλ' ο δρόμος δεν τελείωνε!

Κι αργά αργά γλυστρούσε σιμότερα, σα να ήθελε ναπολάψη την ανυπομονησία, που είχε ο μπαμπάς να τον σφίξη στην αγκαλιά του, κ' έπειτα κρεμιότανε στο λαιμό του μπαμπά κι ο μπαμπάς τον έφερνε μέσα, ενώ ο σκύλος του σπιτιού γαύγιζε από χαρά και πηδούσε γύρω μας. Θυμούμαι καλά τα μάτια της γυναικός μου όταν έβλεπε τη σκηνή αυτή.

Κι ως τόσο ποτές η Ασήμω δε φάνηκε ομορφότερη, τα μάτια της ποτές δε σπιθοβόλησαν πιο αστραφτερά από τη φοβερή εκείνη τη βραδινή. Διάβαινε χαμόδεντρα, πηδούσε λιθάρια, ανεβοκατέβαινε λακκωσιές, σκαρφάλωνε βράχους, σαν αγρίμι κυνηγημένο από τη φωλιά του, πούλεγες τρύπα γύρευε να γλυτώση. Ζυγώνει σε μέρος που ξάνοιγαν οι βράχοι εκεί απάνω, κ' έκαμναν είδος δώμα.

Έπειτα τους ηρώτησα τι έκαμναν εκεί και μου απεκρίθησαν ότι αυτοί ήσαν Σεήζηδες του βασιλέως εκείνου του νησιού και διά προσταγής του βασιλέως ήρχοντο μίαν φοράν τον χρόνον εις τέτοιον καιρόν με τες φοράδες του βασιλέως και τες έδεναν εκεί από μίαν, ως είδα και εκρύβοντο, και έβγαινε από την θάλασσαν ένα θαλάσσιον άλογον και πηδούσε την φοράδαν και εγγαστρώνετο.