United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πριόνιζε και χωράτευε, πριόνιζε και χασκογελούσε, πριόνιζε και τραγούδαε βάρβαρα μα νικητήρια τραγούδια. Ο Χαγάνος πονούσε· μάτωναν τα φυλλοκάρδια του, κρύος ίδρωτας έλουζε το κορμί του. Θέλησε να τιναχτή ολόρθος και να χυθή απάνω στο χωριάτη για να του στρήψη το καρύδι. Μα δεν είχε δύναμη. Τα νιάτα, η κορμοστασιά κ' η δυνατή ψυχή του προπάππου του πέσανε χόβολη.

Ούτε θα το εννοήση, απήντησεν η γρηά, και εγέλασε με καλωσύνην, όταν είδεν, ότι η Φωτεινή ήνοιξε με απορίαν μεγάλα τα μάτια της. Πραγματικώς το γαϊδουράκι, ελαφρό και τώρα, επηδούσεν, όπως πριν! — Σου έχω έτοιμο και κάτι άλλο να πάρης μαζί σου, εξηκολούθησε γελαστή η γρηά, αλλ' αυτό, διά να μη σε ανησυχή εις τον δρόμον, το έκλεισα μέσα εις ένα καρύδι.

Μα δε σ' αφίνουν οι άλλοι· οι απόξω δε σ' αφίνουν. — Τι απόξω, αδερφέ; Θέλω να πάρω τον παρά μου. — Το ξέρω ποιος σε βάνει· το ξέρω! εξακολούθησε με πείσμα ο Αριστόδημος. Κείνος ο Θεομίσητος, το χτήνος, ο παλιάνθρωπος! Α, θαν του δείξω γω! επρόσθεσε κινώντας φοβεριστικά το χέρι του κατά κείθε. Θαν του δείξω γω... θαν του στρήψω το καρύδι έτσι να!.. έτσι να!..

Οι μεταξοσκώληκες, που εκαθάρισες συ, τόσο περίφημα κουκούλια έπλεξαν, ώστε, όταν έβγαλα το μετάξι, σε ενθυμήθηκα και ύφανα και για σένα ένα φόρεμα. Λάμπει περισσότερον από καθαρό χρυσάφι. Πάρε το καρύδι, αλλά πρόσεξε εις αυτό, το όποιον σου παραγγέλλω· δεν θα το ανοίξης, διά να ιδής το φόρεμα, παρά μόνον όταν φθάσης εις την θύραν της καλύβης σας.

Έβαλε τα δάχτυλα στο λαιμό του κ' έσφιγγε δυνατά σα νάσφιγγε το καρύδι του Θεομίσητου. Μα ο Δημητράκης έτρεξε και του ξεκόλλησε με δυσκολία τα χέρια. — Βρε, αδερφέ, τι σου φταίει ο κόσμος και τον φορτώνεσαι; του είπε αυστηρά. Έπειτα σκύβοντας κάτω·Έχεις δίκιο κ. Κουρδουκέφαλε· έχεις δίκιο· είπε μαλακά. Μάς δάνεισες, να πάρης πίσω τα λεφτά σου.

Ονομάσαμε τους ξένους βαρβαρικά στοιχεία, όχι από καταφρόνια, ύστερ' από το καλό που μας έκαμαν οι ολοζώντανοι εκείνοι λεβέντηδες με το καινούριο τους αίμα μόνε από συνήθεια. Κ' είταν η Πόλη αλήθεια πασπερμία τους καιρούς εκείνους. Κάθε καρυδιάς καρύδι είχε μέσα του το ένα της μιλλιούνι.

Έχετ' αιθέρα -είπε με μια φωνή βραχνή σα ραϊσμένο πιθάρι- Έσταξε λίγο αιθέρα μες το ποτήρι με το νερό που βρισκόταν εκεί δα από πρωτύτερα που τόχε φέρει η Λιόλια και προσπάθησε να της δώσει να πιή, ανασηκώνοντας της το κεφάλι. -Δεν καταπίνει !-Ένα κουταλάκι μικρή!-και της έρριξε από λίγο μες το στόμα.-Έχει κτυπήσει και στο κεφάλι, είπε, δείχνοντας ένα πρασινωπό καρύδι πούχε φανή άξαφνα, λίγο αιματωμένο, απάνω απ' ταριστερό μηλίγγι της. Βάλ’ ένα παννάκι βρεμμένο εδώ πάνω !-έγνεψε της Λιόλιας.

Έπειτα μας έδωσαν ρύζι μαγειρευμένον και αρτυμένον με καρύδι της Ινδίας, τα οποία έχουν επιτηδειότητα να παχύνουν εκείνους που τρώγουν συχνάκις με ένα πάχος υπερβολικόν από το οποίον μαγείρευμα έφαγα και εγώ ολίγον αλλ' οι σύντροφοι μου, που είχαν χάσει τα αισθητήριά τους, έτρωγαν ως ζώα αχόρταγα, και εις ολίγας ημέρας επάχυναν υπέρμετρα.

Φέρνω εις την μητέρα μου μαλλί πολύ και βαμβάκι, και εις την Βασιλικήν κάστανα, εσυλλογίζετο καθώς επλησίαζεν· ας εύρισκα και τον πατέρα μου με βαρκούλα ιδικήν του! Αυτό επιθυμεί η καρδιά μου! Ενύκτωνε πλέον, η σελήνη ανέτελλεν εκείνην την στιγμήν επάνω από το βουνό, όταν διά μιας ένα μεγάλο βάρος εις την τσέπην της την έκαμε να σταματήση, χωρίς να θέλη. Ήτο το καρύδι της! Το ενθυμήθη τότε.

Τότε πρώτα να χωρίσης εις δύο το καρύδι, και έπειτα να κτυπήσης. Το ενόησες; Μη με παρακούσης! Συνηθισμένη η Φωτεινή να υπακούη τους μεγαλύτερους της, έβαλε το καρύδι εις την τσέπην της. Το δειλινό εστάθη να δώση να φάγουν αι όρνιθές της και εκάθισεν από κάτω από μίαν καστανιά.