United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτό είναι πολύ αληθές. Μήπως λοιπόν τάχα πρέπει να νομίζωμεν και ότι όλως διόλου ματαίως λέγουν οι περισσότεροι περί των εορταζόντων τον σήμερον συνηθιζόμενον λόγον, ότι δηλαδή εκείνον πρέπει να νομίζωμεν σοφώτατον και νικητήν εις την κρίσιν ο οποίος θα ημπορούσε όσον το δυνατόν περισσότερον να μας κάμη να ευφραινώμεθα και ευχαριστούμεθα; Δηλαδή, αφού βεβαίως εις αυτάς τας εορτές παραδιδόμεθα εις τα παιγνίδια, όποιος κάμνει τους περισσοτέρους και όσον το δυνατόν περισσότερον να ευχαριστούνται, εκείνος δεν πρέπει να τιμάται περισσότερον και, καθώς είπα, να κερδίζη τα νικητήρια; Άραγε δεν λέγεται τούτο κατ' αυτόν τον τρόπον ορθώς, και δεν θα εξετελείτο ορθώς, εάν εγίνετο ούτω πως;

Πριόνιζε και χωράτευε, πριόνιζε και χασκογελούσε, πριόνιζε και τραγούδαε βάρβαρα μα νικητήρια τραγούδια. Ο Χαγάνος πονούσε· μάτωναν τα φυλλοκάρδια του, κρύος ίδρωτας έλουζε το κορμί του. Θέλησε να τιναχτή ολόρθος και να χυθή απάνω στο χωριάτη για να του στρήψη το καρύδι. Μα δεν είχε δύναμη. Τα νιάτα, η κορμοστασιά κ' η δυνατή ψυχή του προπάππου του πέσανε χόβολη.

Έβγαλε βιαστικά το καπέλλο του, έκαμε το σταυρό του, κατέβηκε κι ακολούθησε τη λιτανεία με κεφάλι σκυφτό, παραπατώντας σαν υπνοβάτης. — Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια!.. ¦ εχύθηκε μελωδική η φωνή των παπάδων. Κ' η λιτανεία τράβηξε πάλι το δρόμο της. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ο Τσαϊπάς αιστάνθηκ' ένα χέρι να περνά στο μπράτσο του και δυο μάτια να τον κυττάζουν παράξενα και περιγελαστικά.

Και εκείνην την νύκτα έμειναν γύρω εις το κήτος, δέσαντες εις αυτό τα πλοία των και πλησίον αυτού αγκυροβολήσαντες. Είχον δε αγκύρας μεγάλας υαλίνας, στερεάς. Την επομένην τελέσαντες θυσίας επί του κήτους και θάψαντες τους νεκρούς των επ' αυτού, απέπλευσαν χαίροντες και ψάλλοντες άσματα ομοιάζοντα με νικητήρια. Αυτά έγιναν κατά την νησομαχίαν. Βιβλίον Δεύτερον

Η πλάκα η πολύτιμη, που την έστησεν ο Ιουστινιανός στη μέση του Ναού, λαμπρό ζαφείρι στη χρυσή σφεντόνα του· η πλάκα που άκουσε τόσα Νικητήρια κ' εθυσίασαν απάνω της τα πάναγνα χέρια του Φωτίου, δεν πάει να κλεισθή σκλάβα στα επίβουλα τείχη, κάτω από τ' αρπαχτικά χέρια του Ινοκεντίου. Όχι· δεν πάει. Εκεί θα μείνη στους τόπους της τους ιερούς, κοντά στη σεβαστή κοιτίδα της.

Αιθέριε! — Και αυτός στο άρμα το χρυσό, που το τραβούσαν τέσσερις ελέφαντες λευκοί, φορούσε τη μενεξελιά πορφύρα, φτειασιδωμένος κι' όλος μέσ' στα μύρα, Πότε κυττάζοντας εδώ, πότε κυττάζοντας εκεί και με καμάρι περισσό, δεχόμενος της πόλης τα ευχαριστήρια, για τα περίτρανα της Ρώμης νικητήρια. Στα μπράτσα του, χονδρά βραχιόλια είχε περασμένα με λαμπερά πετράδια και μαργάρους στολισμένα.

Μετά των ευχαριστηρίων δε τούτων χαιρετισμών ψάλλεται και ο ωραίος εκείνος ύμνος προς την υπέρμαχον στρατηγόν, την σώτειραν της πόλεως. Τον παιάνα τούτον παρίσταται αυτή η πόλις ψάλλουσα και λέγουσα: Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια, Ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια Αναγράφω σοι η πόλις σου, Θεοτόκε.

Πως με τα λόγια κάθε μέρα από το πρωί ως το βράδυ μας πολεμούνε, μας σφάζουν, και μέσα στην Αγιά Σοφιά τα Νικητήριά τους ψάλλουν! Βάη, βάη, Ντελή Ορούμ, βάη! Στον κόσμο ρεζίλι γένηκαν, που δυο τρεις βράχους να κυβερνήσουνε δε γροικούν, και καράβια σιδερένια, λέει, κάμανε, να μας καταχτήσουν ε! Βάη, βάη, Ντελή Ορούμ, βάη!