United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Μανώλης δεν είχε προσέξη έως τότε εις τον ελαφρότατον χνουν ο οποίος επήνθει εις το επάνω χείλος της Πηγής. Τουλάχιστον δεν του είχε κάμη την εντύπωσιν ελαττώματος· μάλλον χάριν και θέλγητρον έβλεπεν εις αυτό. Και όταν εις το χνούδι εκείνο εμάρμαιρον λεπτοί αδάμαντες ιδρώτος, τον κατελάμβανε τρελλός πόθος να ροφήση μ' έν φίλημα την δρόσον εκείνην του κάλλους της.

Ν' ανθέξ' εις τόσα κάλλη την ράχη να γυρίση; να μη του φέρη ρίγος και της σαρκός το χνούδι;... δόξα πολλή 'στόν Βούδδα, μα να με συγχωρήση αν του ειπώ με σέβας πως είναι 'λίγο βούδι. Κι' εμπρός μου είχαν έλθει μια φορά γυναίκες πονηραί να με τρελλάνουν, που ήσαν σαν τα κρύα τα νερά, και άρχισαν τα μάγια να μου κάνουν.

ΚΥΡΙΟΣ. Εννοώ ποιος είνε αυτός που ζητείς• αλλ' όταν τον είχα εγώ ωνομάζετο Κάνθαρος. Είχε δε τότε μαλλιά μεγάλα, εξύριζε να γένεια του και εγνώριζε την τέχνην την ιδικήν μου• τον είχα εις το γναφείον μου και έκοπτε το περιττόν χνούδι των μαλλίνων υφασμάτων. ΦΙΛΟΣ. Αυτός ακριβώς είνε ο δούλος σου.

Πού να το φανταστή η μικρούλα εκείνη που στέκεται ανάμεσα στις πορτοκαλλιές, να πειράξη τις άλλες που τη γυρεύουν, πού να το φανταστή πως κρυφοκοιτάζουμε το ροδακινί της το χνούδι, που τόχει αναμμένο το τρέξιμο και το γέλοιο! Κοίταξε, σερπετάδα! Χαρά στον που θα την κάμη βασίλισσά του! Φωνάζουν οι άλλες, γελούν, και πηδούνε γύρω, να ξετρυπώσουν την κρυμμένη τη Νεραϊδοπούλα. Σωπαίνει αυτή.

Μια καταχνιά πάνω στα δάση όμοια με το πορφυρό χνούδι πάνω στο κορόμηλο. Πάμε να ξαπλώσουμε στο χορτάρι, να καπνίσουμε και ν' απολαύσουμε τη Φύση. ΒΙΒΙΑΝ. — Ν' απολαύσουμε τη Φύση! Με χαρά μου σου λέω πως έχασα αυτή τη δύναμη.

Το καλαθάκι μου, είπεν, αν βγάλω το σκέπασμά του, θα ομοιάζη σωστή φωληά. Εσύναξε γύρω της ξηρά χόρτα· ηύρε και μέσα εις κάτι αγκάθια ένα χνούδι μαλακό, και έστρωσε με αυτό το καλάθι της. — Ω! τι ωραία τώρα! Έβαλε μέσα τα πέντε πουλάκια. Αλλά πρέπει να δέσω την καινούργια φωληά υψηλά επάνω εις το δένδρο, διά να μη πέση και αυτή, συλλογίζεται. Με τι όμως;... Έξαφνα κτυπά με χαράν τα χέρια!

Ο καϋμένος ο Σάπερλι ήτο ακριβώς εις του θείου, όταν έφθασεν ο Ρούντυ. Ο θείος ήτο ακόμη δεινός κυνηγός και ήτο και βαρελοποιός· η σύζυγός του ήτο μικρόν ζωηρόν πλάσμα με πρόσωπον πουλιού, 'μάτια 'σάν του αετού και μακρόν λαιμόν σκεπασμένον έως επάνω κι' επάνω με χνούδι.

Ο πρώτος ξαναείπε: — Το μαύρο μαντήλι την κάνει ομορφότερη.... Ο δεύτερος αναστέναξε. Οι δυο μαζή γύρισαν και την κύτταξαν με γλυκά μάτια. Ο πρώτος ήταν ξανθός, με μεγάλα μουστάκια και γαλανά μάτια. Ο δεύτερος μελαχροινός, χλωμός, με λίγο μαύρο χνούδι απάνω απ' το χείλι του. Η γυναίκα σήκωσε τα μάτια της και τους κύτταξε, σαν να κατάλαβε πως μιλούσαν γι' αυτήν.

Το πρόσωπό του ωστόσο ήτανε όμορφο κ' ευγενικό, με κάτι βαθειά, μεγάλα, ουρανιά μάτια, είχε τα ξανθά του μαλλιά μακρυά και ακτένιστα, σκορπισμένα στους ώμους, τανάρηα του γένεια σκέπαζαν σαν χνούδι τα χλωμά μάγουλά του, και το πλατύ κερένιο μέτωπό του, νέον ωστόσο, ήτανε ωργωμένο από βαθειές ρυτίδες.