Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Η προθεσμία δεν ήρεσεν εις τον Γρηγόρην, τον υιόν της Μονεβασώς, ούτε ίσως εις αυτήν την Αφέντραν. Κατά συγκυρίαν δε, εκείνας τας ημέρας, αρρώστησε και αυτή η μητέρα του γαμβρού, η γραία Μονεβασώ. Κατά τινα στιγμήν, εις το τέλος μιας επισκέψεως του μνηστήρος, ενώ ούτος εξήρχετο της οικίας, μεταξύ της πόρτας και της σκάλας, η Αφέντρα σιγά-σιγά εψιθύρισεν εις τον αρραβωνιαστικόν της·
Μα στ' Αχιλέα ως πέρα πια σαν ήρθαν την καλύβα ολόρθια, πούχαν τ' αρχηγού φτιασμένα οι Μυρμιδόνες μ' ελάτου ξύλα πούσκισαν, κι' οχ τα λιβάδια χόρτο 450 κόβοντας σκέπασαν σκεπή πυκνόφυλλη από πάνου, και τούφτιασαν μεγάλη αβλή τριγύρω με παλούκια πυκνά, και κλιούσε μάνταλος την πόρτα του ελατένιος ένας και μοναχός, που τρεις νομάτοι τον σφαλνούσαν — και τρεις το κλείστρο το τρανό ξανάνοιγαν της πόρτας — 455 οι άλλοι, μα κι' αβοήθητος τον σφάλναε ο Αχιλέας· τότε ο καλόθελος θεός τον άνοιξε του γέρου, κι' έμπασε μέσα τ' αρχηγού τα ζηλεμένα δώρα.
Αλλ' επειδή το αυτό επανελήφθη και τρίτην φοράν, τότε ως εξ' εμπνεύσεως της Θεοτόκου έκτισαν οι Πατέρες το ολόχρυσον αυτό Παρεκκλήσιον αμέσως μετά την είσοδον της Μονής κατέναντι της Μεγάλης Πόρτας και ενεθρόνισαν αυτήν εν αυτώ, ήτις έκτοτε παραμένει εκεί φρουρός και φύλαξ και μυστηριώδης της παμμεγίστης αυτής Μονής πορτάρισσα.
Μέσα σε γέλοια και γιουχαητά, σέρνονται πίσω του ολόκληρο πλήθος, φθάνει ως το κατώφλι της πόρτας, όπου κάτω από το θόλο του θρόνου, και στο πλευρό της Βασίλισσας, ήταν καθισμένος ο Βασιληάς Μάρκος. Πλησιάζει στην πόρτα, κρεμάει το ρόπαλο στο λαιμό του, και μπαίνει. Ο Βασιληάς τον είδε και είπε: «Να ένας καλός σύντροφος. Φέρτε τονε κοντά». Τον οδηγούν, με το ρόπαλο στο λαιμό. «Φίλε καλώς ήρθατε!»
Πίσω από τα κάγκελα της πόρτας βλέπει τον Άγιον Πέτρο με τα κλειδιά κρεμασμένα στο ζωνάρι του, με τα μάτια μισοκλεισμένα, τη μύτη μακρουλή και κόκκινη σαν πιπεριόνος. Ο Άγιος Πέτρος, ακούς, είν' ένας μεθύστακας που βάνει κάτω τον καλήτερο κρασοπατέρα του Απάνω Κόσμου. Εκείνη την ώρα ήταν στουπί στο μεθύσι.
«Κι όταν μονάχο τον ιδής γνέψε του να σιμώση, και πες του πως τονε καλώ και φέρε τον στο σπίτι». Έτσ' είπαμε' κ' επήγε αυτή και μούφερε το Δέλφι, κ' εγώ μόλις τον ένοιωσα κ' εγώ μόλις τον είδα να διασκελίζη ανάλαφρα της πόρτας το κατώφλι,
Την παρέλαβον πάλιν μετά θυμιαμάτων και ψαλμών, και απεκόμισαν πάλιν εις το Καθολικόν εξαπορούμενοι. Αλλά την πρωίαν πάλιν η αγία Εικών ευρέθη έξω εις το υπέρθυρον της Πόρτας.
Ήταν στοιχεία της φύσεώς του που τους έδωκε ορατή μορφή, παλμοί που τόσο δυνατά τάραξαν μέσα του ώστε αναγκαστικά να τους αφήση να δοκιμάσουν την ενέργειά τους όχι στο κατώτερο επίπεδο της πραγματικής ζωής, όπου θα εμποδίζονταν και θα περιορίζονταν και θάμεναν έτσι ατελείς, αλλά σ' εκείνο το φανταστικό επίπεδο της τέχνης, όπου ο Έρωτας μπορεί στο θάνατο να βρη πραγματικά την τελειοποίησή του, όπου μπορεί κανείς να μαχαιρώση τον ωτακουστή πίσω από το παραπέτασμα της πόρτας και να παλέψη μέσα σ' ένα νεόσκαπτο μνημούρι και να κάνη ένα ένοχο βασιληά να καταπίνη τον πόνο του και να δη τη σκιά του πατέρα του κάτω από τις χλωμές του φεγγαριού λάμψεις να γλυστράη περήφανη μέσ' στον τέλειο οπλισμό της από τον ένα καταχνιασμένον τοίχο στον άλλον.
Κάποιος έβλεπε δίπλα στους παραστάτες καμμιάς πόρτας από μέσα μεγάλες τετράγωνες τρύπες ως βαθιά στον τοίχο χωμένες κ' εφώναζε: — «Μωρέ, τηράτε· με ξύλινους σύρτες αμπάρωναν σαν εμάς τες πόρτες τους κ' οι παλιοί.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν