United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι έγεινε λοιπόν; Ανελήφτηκε; Έβαλε τις φωνές: — Ασημίνα!. ... Ασημίνα!... Έλα δω, Ασημίνα!... Γρήγορα!... Η κόρη επρόβαλλε στο θυρόφυλλο τρομασμένη, κυττάζοντας με απορία την κυρία της. Δε μπορούσε να καταλάβη την τόση της αγανάχτηση. Τι την έμελλε τάχα κι αν είχε τον αρρεβωνιαστικό της; Τι την πείραζε κι αν ήταν μέσα στη σάλα; Θα την έτρωγε τη σάλα της; Όχι βέβαια. Θα την στόλιζε.

Σήκωσε τ' άσαρκα χέρια της, πήρε της νύφης τ' όμορφο κεφάλι, ψήλωσε στα νύχια και κόλλησε τα χείλη στ' αφτί της. Έκαμε να μιλήση· κόμπιασε. Έκαμε πάλι· ξανακόμπιασε. Μα τέλος κάτι κατάφερε να ειπή. Κάτι πικρό και θλιβερό σαν στερνοθέλημα, σαν στερνοφίλημα. Η κόρη πισωπάτησε τρομασμένη, κίτρινη. — Όχι, μάννα μ'! . , . όχι, μάννα μ'! ... αργοψιθύρισε.

Παρατηρεί, τρίβουσα τους οφθαλμούς, τρομασμένη, ως οι φεύγοντες από φοβεράς μάχης, και βλέπει την καταστροφήν του εξώστου.

Και τους θεούς, σαν έφτασε, τους βρήκε συναγμένους στον πύργο μέσα του Διός, κι' όταν την είδαν, όλοι 85 σηκώθηκαν κι' εφτύς να πιει της πρόσφερναν ποτήρια. Μα αφτή τους άλλους άφισε, και παίρνει το ποτήρι τη Θέμης, πρώτη πούτρεξε να την καλοσορίσει και πρώτη που της μίλησε δυο φτερωμένα λόγια «Ήρα, γιατί ήρθες; Φαίνεσαι σαν τρομασμένη. Ξέρω, 90 θα σ' αποπήρε ο άντρας σου, ο γιος του γέρο-Κρόνου

Εσχημάτιζε τις χαλκαδένιες του, τις άγκυρες πως βυθίζονται στα νερά και κάνουν γράνταγράντα· έδειχνε πως το Μπαλτζίκι απέχει ώρα μόλις από τη Βάρνα· έπαιρνε στο πρόσωπο την τρομασμένη έκφρασι της γυναίκας για το μακρύ και αβέβαιο ταξείδι του αγαπημένου της και σύγκαιρα την απελπισία εκείνου για τον χωρισμό και την υπερηφάνεια για το κινδυνεμένο κατόρθωμα.

Και τρομασμένη και βουβή κι ασάλευτη μαζεύουνταν τόρα όλη, σύσσωμη με τα μάτια της ολάνοιχτα προς τη κραυγή έξω που φαίνουνταν πως είχε πλημμυρίση γύρω και ως πέρα την κάμαρα, από ωκεανό φρίκης, θέλησε να γυρίση προς τον άντρα της, να του μιλήση λίγο, να τον ξυπνήση, ν' αναθαρρήση και να πετάξη, σαν ψεύτικο φάντασμα, όλη η αγωνία της.

Μια μεσόκοπη γυναικούλα τρομασμένη, κίτρινη, με ξέπλεκα μαλλιά μ' ένα ξετραχηλισμένο ξεθηλύκωτο πολκάκι που μπρος φαίνουνταν τα μαραμένα κίτρινα βυζιά της, νερουλά κρεμασμένα ως κάτω σα βυζιά αγελάδας, μ' ένα κοντοφούστανο, με γυμνά ξυπόλητα καλαμένια ποδάρια. — Τι είνε;, τι είνε; Χριστέ και Παναγιά μου.... Μπα! μου κόπηκε το αίμα μου!...

Ένα οργανέτο έπαιζε ακόμα μπροστά στο καφενεδάκι, τελειώνοντας βιαστικά κάποιο σκοπό παληάς όπερας, που ξυπνούσε, μέσα στο σύθαμπο του δειλινού, ξεθωριασμένους πόνους. — Κάνετε τόπο, ρε παιδιά, να σηκώσωμε τον άνθρωπο. Θα μας μείνη στα χέρια... Ακούστηκε μια φωνή παρακαλεστική και τρομασμένη μαζί. — Δεν είνε τίποτα. Μην κάνετε έτσι.. είπε ο χτυπημένος. Η φωνή του όμως ήτανε πνιγμένη κι' αδύνατη.

Μηδ' άφινε κι' ο Σκάμαντρος τη λύσσα, μον πιο ακόμα 305 θυμός τον πήρε, και μ' αψύ ορθοστημένο κύμα ορμούσε κι' όλο ανάσκελα τον άμπωχνε να πέσει. 307 327 Τον είδε τότες κι' έσκουξε η Ήρα, τρομασμένη 328 μήπως τον πνίξει το τρανό βαθύχοχλο ποτάμι, και κράζει εφτύς στον Ήφαιστο, το λατρεμένο γιο της 330 «Παιδί μου κουτσοπόδη μου, ομπρός! γιατί στη μάχη εσένα λέμε ισόπαλο πως είσαι του Σκαμάντρου.

Από πρωίας η κόρη, προσπαθούσα ν' ασπρίση τας κλίμακας και την αυλήν, επαιδεύετο με τη σκούπατο χέρι, και δεν ηδύνατο να τελειώση. Διότι μόλις επλατσάνιζε κανέν σκαλοπάτι, να και ηκούετο ο θρήνος και ετρύπωνεν αμέσως η κόρη τρομασμένη. — Μα μου κάνουν κακό αυτά τα κλαύματα. Δεν ημπορώ να τα ακούω.