United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένεκα που λιγοθύμησε ο ξένος τόσο ξαφνικά και τόσο ανεπάντεχα, έτρεξε όλο το χωριό στο σπίτι της Κώσταινας, για να μάθουν τι και πώς έγεινε, αλλά ο ξένος κοίτονταν βουβός και δε μπορούσε να μιλήση. Σ' αυτό απάνω κατάφτασε κι' ο παπάς, γιατί είχε μάθει από πριν ότι κάποια σχέση είταν ανάμεσα του ισκιωματιού, που φάνηκε τη νύχτα κι' εκεινού του ξένου.

Ο παπάς δεν είχε ειπή δυο-τρεις εξορκισμούς, όταν ο λιγοθυμισμένος ξένος άνοιξε τα μάτια του και με φωνή τρεμουλιαστή είπε σ' όλους τους ανθρώπους, που βρίσκονταν γύρα του: — Καλώς σας ηύρα χωριανοί! Είμαι ο Κώστας! Είμαι ο νοικοκύρης της νοικοκυράς.... Ήθελε να ειπή ότ' είταν ο άντρας της Κώσταινας, αλλά το συνήθειο της πατρίδας εμποδίζει να λέγωνται στώνομα μπροστά στους άλλους, τ' αντρόγυνα.

Καρδιοχτύπι φοβερό είχε πιάση όλο το Μικρό Χωριό, εξόν της νυφοκόρης, της Κώσταινας, που περίμενε μ' ανυπομονησιά να χτυπήση το σήμαντρο της εκκλησιάς και να πάη το ίσκιωμα μαζύ με το μουλάρι του και με το κυπρί του στ' άφαντα και στα κατακλείδια της γης, όπου έχει το κατοικειό του, αλλά ο σήμαντρος δεν ακούονταν...

Πριν να φτάση ο προύχοντας με τον ξένο στο σπίτι του, πέρασαν μπροστά από το σπίτι της νυφοκόρης της Κώσταινας. Αυτή, εκείνη τη στιγμή, στέκονταν στην πορειά της, κι' επειδή αιστάνονταν λιθοπάτημα, κάθε φορά που έβλεπε άνθρωπο με φορέματα ξενιτεμένα, είπε στον προύχοντα ντροπαλά-ντροπαλά, πριν εκείνος της δώση την «καλημέρα».

Μοναχά ενός σπιτιού δεν άνοιξε η θύρα, μοναχά ενός σπιτιού το σκυλλί δε γαύγισε «γκάβου.. γκάβου.. γκάβου.. » και μοναχά από ένα σπίτι δεν ακούστηκε το προσκάλεσμα: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι' αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης». Αυτό το σπίτι είταν της Κώσταινας, πούχε τον άντρα της σαράντα χρόνια στα Ξένα, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά.

Το Μικρό Χωριό, εξόν της Κώσταινας, όλο έγεινε άνω-κάτω, γιατί δε μπορούσε να καταλάβη, αν ο άνθρωπος, που είταν καβάλλα στο μουλάρι, κι' έφερνε γύρα το χωριό, είταν άνθρωπος ή ίσκιωμα.... Άνθρωπος δεν είταν δυνατό να είταν, γιατί, ως άνθρωπος, θα είχεν ανάγκη για ζέστα, για θροφή και για ύπνο. Κι' επειδής φαίνονταν ότι δεν είχε ανάγκη απ' όλα αυτά, είταν χωρίς άλλο ίσκιωμα!..

Δεν είχαν ξεπεράσει ακόμα τη μέση της αυλής ο προύχοντας με τον ξένον, όταν το μουλάρι του ξένου χλιμήτρησε, και το σκυλλί της Κώσταινας πετάχτηκε από το κουμάσι του και χωρίς ν' αληχτήση περικύκλωσε τον ξένο και ρίχνονταν γύρα του περίχαρο.

Σταυροκοπήθηκαν όλες από την τρομάρα τους, εξόν της Κώσταινας, που είταν η αιτία της συλλογής τους, κι' είπαν η κάθε μια χωριστά: — Γλύσε μας, Θε μ'! — Αχ! καημένη!

Αν κι' είχαν ακουστά όλες οι γυναίκες της συνοδειάςγιατί είταν αγέννητες τότε, — ότι ο Κώστας της Κώσταινας έλειπε σαράντα χρόνια στην Ξενιτειά, πάλι αναστέναξαν, σαν άκουσαν τη φριχτή αλήθεια, — λέγω φριχτή, γιατί οι πλειότερές τους είχαν άντρες και αδέρφια στην Ξενιτειά, ποια ένα χρόνο, ποια δυο και ποια τρία.

Σαράντα χρόνια εκείνο το γράμμα, που αντιπροσώπευε τον πολυαγαπημένο τον άντρα της Κώσταινας, εκοιμώνταν μέσα στην μοσκομυρισμένη αγκαλιά του νυφιάτικου του φεσιού της, με τα χρυσά τα τέλια, που αντιπροσώπευε τες νυφιάτικες τες μέρες της.