United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΗΡΑΚΛ. Είνε ο Ορφεύς, ο οποίος υπήρξε συνταξειδιώτης μου εις την Αργώ, ο πλέον ευχάριστος από όλους τους κελευστάς. Το άσμα του μας έκανε να μη αισθανώμεθα καθόλου τον κόπον της κωπηλασίας. Χαίρε, λαμπρέ και μουσικώτατε Ορφεύ• υποθέτω ότι δεν ελησμόνησες τον Ηρακλή.

Δεν είχαν δίκαιον; Το κατ' εμέ ουδέποτε θα λησμονήσω την στιγμήν εκείνην, την οποίαν ουδέ συ, είμαι βεβαία, ελησμόνησες. Το υπερήφανον εκείνο παράστημα, η ευγενής μορφή, η σεμνή αναβολή, το εγκρατές και μεμετρημένον των κινήσεων, το ιλαρόν και ατάραχον βλέμμα του ρήτορος με εγοήτευσαν αληθώς, πριν ή εκείνος ανοίξη τα χείλη του. Και όμως ποία με ανέμενεν ακόμη γοητεία, ότε ήνοιξε το στόμα!

Εγώ μεν, ω αξιομακάριστε Ερμογένη, δεν λέγω καμμίαν, και ελησμόνησες χωρίς άλλο εκείνα που έλεγα ολίγον προηγουμένως, ότι δηλαδή δεν γνωρίζω, αλλά δέχομαι να εξετάσω μαζί σου.

Αλλά πηγαίνετε τώρα, διά να προφθάσουν να δικασθούν ολίγαι υποθέσεις σήμερον. ΕΡΜ. Πάμε λοιπόν. Ας ακολουθήσωμεν την οδόν ήτις αρχίζει από το Σούνιον και διέρχεται ολίγον κατωτέρω του Υμηττού και αριστερά της Πάρνηθος διά να φθάση εκεί όπου φαίνονται δύο υψώματα. Φαίνεσαι ότι ελησμόνησες προ πολλού τον δρόμον.

Ότι διά γυναικείαν έριδα κατέστρεψες και την δυστυχισμένην πόλιν της Τροίας. ΧΟΡΟΣ Ομίλησες προς άνδρας με περισσοτέραν τόλμη από όση αρμόζει εις γυναίκας και ελησμόνησες την φρόνησιν. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Αυτή είναι νίκη μικρή και όχι άξια της βασιλείας μου και, όπως λέγεις, της Ελλάδος. Μάθε όμως ότι εκείνο που χρειάζεται κανείς, του είναι μεγαλύτερον από την άλωσιν της Τροίας.

Δεν ξεύρω τι να σου ειπώ, Σωκράτη μου, διότι ακόμη και διά σε δεν ημπορώ να εννοήσω τι συμβαίνει· άραγε τα παραδέχεσαι και τα λέγεις, ή θέλεις να δοκιμάσης εμέ. Σωκράτης. Ελησμόνησες, φίλε μου, ότι εγώ μεν ούτε γνωρίζω ούτε αναγνωρίζω τίποτε από αυτά ως ιδικόν μου γέννημα, αλλά είμαι στείρος εις τοιαύτα πράγματα.

ΦΙΛ. Και όπως οι Φοίνικες, υπελόγιζες τον δρόμον σου από την κίνησιν των άστρων; ΜΕΝ. Όχι, αλλ' εις αυτά τα άστρα εταξείδευσα. ΦΙΛ. Διάβολε, πολύ μακρόν όνειρον θα είδες, αφού ελησμόνησες και εκοιμήθης ολοκλήρους παρασάγγας. ΜΕΝ. Σου φαίνεται ότι διηγούμαι όνειρον, ενώ εγώ προ ολίγου ήλθα από τα ανάκτορα του Διός. ΦΙΛ. Πώς είπες; Συ ο Μένιππος μας έπεσες από τον ουρανόν;

Αφότου εφθάσαμεν εις τον άγριον λιμένα του, προησθάνθην ότι κάτι κακόν μας περιμένει εδώ. Να φύγωμεν! — Καλά, Νίκο! Είμεθα σύμφωνοι. Αύριον αναχωρούμεν. — Αύριον! Πώς; — Θα εύρωμεν κάτω εις την Σκάλαν κανέν καΐκι. Δεν εχάθη ο κόσμος. — Καΐκι! Ελησμόνησες την υπόσχεσίν σου προς την μητέρα σου; — Λοιπόν πώς να γείνη; — Να ζητήσωμεν αλλού φιλοξενίαν. Έχει και άλλα χωρία εις την νήσον.

ΑΜΛΕΤΟΣ Σύρ', ερωτάς με γλώσσαν 'πού φαρμάκι στάζει. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Αμλέτε, τι' ναι τούτα; ΑΜΛΕΤΟΣ Ειπέ μου συ τι τρέχει. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Μ' ελησμόνησες; ΑΜΛΕΤΟΣ Όχι, μα το Τίμιο Ξύλο· η βασίλισσα είσαι, και η γυναίκ' ακόμη του ανδραδέλφου σου· αλλ' όμωςοπού να μην ήταν! — είσαι η μητέρα μου. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Λοιπόν άλλους θα βάλω να ήναι ικανοί να σου ομιλούν.

Ελησμόνησες λοιπόν, αυθέντα, την ιστορίαν του γέροντος, μετά του οποίου ωδοιπόρησα από Νεαπόλεως μέχρι Ρώμης, και των δύο δακτύλων, τους οποίους έχασα υπερασπίζων εκείνον; Οι λησταί, οίτινες τον εκτύπησαν δια μαχαίρας, τον είχον αφήσει εκπνέοντα και τον έκλαυσα επί πολύ, Φευ! επείσθην ότι ζη ακόμη και ότι αποτελεί μέρος της χριστιανικής κοινότητος εν Ρώμη.