United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Περμ. Για λόγου σου να τα λες αυτά, κι όχι για μένα πουΠιπ. Που τα γνώριζες μαθές όλα εσύ! Χαγιάτι της Δέσπως. Νύχτα. Η Δέσπω κάθεται στο μιντέρι και κλώθει. Πλάγι της πλέχνει η Αρετούλα. Ο Κωσταντής κάθεται κοντά σε παράθυρο και κοιτάζει κάποτες έξω. Δέσπω. Τι να είτανε μαθές αυτό τόνειρο! Ένα καράβι, θεόρατο καράβι, και μέσα κόσμος αμέτρητος, κι όλο το σπιτικό μας μαζί.

Χώστο ίσια μες στην καρδιά μου. Θυμήσου όμως το χτεσινό τάξιμό σου. Στοχάσου το τι θα είμαι σα γείνω παιδί σου. Στοχάσου πως αγόρι δικό σου δεν έχεις. Στοχάσου τι τρομερός πολεμιστής του Προφήτη γίνεται το ρωμιόπουλο, και σε τι λογής χέρια θαφήσης τη δύναμή σου όταν ο Αλλάχ σε κράξη κοντά του. Δεν άργησε να μαλακώση ο Χασάνης. Ξανακάθισε στο μιντέρι του.

Κοίταξε μάτια γλυκά και δακριοβρεμένα, κοίταξε φρύδια πλατιά και κατάμαυρα, χείλη νόστιμα και ψιλά. Απ' όλο το πρόσωπό της στάζει η γλύκα της ομορφιάς, κ' η πίκρα του πόνου, της φτώχειας, της άδικης όμως φτώχειας, της φτώχειας που παίρνει το θύμα της από το μιντέρι και το τινάζει στην έρημη τη ψάθα. Και καθώς ξεκινάει, απλώνει το χέρι της η αρχόντισσα και της βάζει κάτι στο χέρι.

Μωρή ζουλεύεις, ζουλεύεις και μου τα λες αυτά. Στο χαγιάτι της κερά Δέσπως. Η νύφη κάθεται στο μιντέρι χαμηλοβλεπούσα, και τη στολίζουνε κορίτσια. ΔΕΣΠΩ, ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑ, ΚΟΡΙΤΣΙΑ, ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΕΣ, κατόπι ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΑΔΕΡΦΙΑ και ΒΙΟΛΙΤΖΗΔΕΣ απέξω. Σήμερα λάμπει ο ουρανός, σήμερα λάμπει η μέρα, Σήμερα στεφανώνεται αϊτός την περιστέρα. Δέσπω.

Όχι σαν αυτές τις πλύστρες του δρόμου που αραδιάζεις εσύ στις φυλλάδες σου. Ο Σιορ Συντάχτης αυτές τις έχει για το στόμα του μονάχα. Για το μιντέρι του, όχι. Στο μιντέρι καθίζουμε γω κ' οι αμέτρητες οι αδελφάδες μου. Κοίταξέ μας πώς φέγγουμε στην πάστρα, από τη μιαν άκρη στην άλλη. Κοίταξε αυτή την αράδα: «Ολίγου δειν εματαιούτο ο του μεγατόλμου ιεράρχου αγών». κι αυτό δεν είναι τίποτις.

Την αγαπούσε την Πιπίνα του σαν τρελλός. Και του πουλιού το γάλα της έφερνε. Άρχισε η δουλειά από τα κεριακάτικα τα ζιαφέτια. Ο γέρο Θωμάς αγαπούσε τις ψαλμωδίες. Προσκαλούσε λοιπόν τον Παπά Νικηφόρο, κ' ύστερ' από το φαγεί τον έβαζε κ' έψαλλε. Και με το ψάλσιμο ο γέρος νύσταζε, και πλάγιαζε στο μιντέρι.

Δεν είναι να πης πως δε φέγγει, φέγγει και παραφέγγει με τέτοιο φεγγάρι. Μα κάθε λέξη που κοιτάζω, θαρρώ πως μιλά και μου λέει: «Στάσου, κοίταξέ με καλά. Με ξέρεις άραγες ποια είμαι γω; Εγώ, φίλε μου, είμαι μια γριά αρχόντισσα που με βρήκε μέσα στα λεξικά ο Σιορ Συντάχτης και μ' έβγαλε, με πάστρεψε, με στόλισε, με κάθισε στο μιντέρι του.

Πήγαινε και ξαπλώσου σε κανένα μιντέρι. Και σεις όλοι γύρω, σας έπιασε και σας το κακό. Κοράκοι γενήτε, κι ανοίξτε τα φτερούγια σας. Όξω! Δεν έχετε τώρα να πήτε, σας γλύτωσα. Έπιασαν τα μάγια. Βασανιστήκατε λιγάκι, μα τι λευτεριά που την έχετε τώρα! Ο ουρανός θα γεμίση κοράκους κι όρνια. Όξω! τρέχετε στα ψοφίμια! Τόσα χρόνια να διψούν αίμα, και να μην τόχουνε θάλασσα τα καημένα να κολυμπούν!