United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ουδείς απήντησε· μόνον ο ήχος της φωνής του Θεριστή έφερεν εις τα ώτα των πάλιν την ευχάριστον λέξιν κρασί! κρασί!. . . — Μάρτη! ορέ Μάρτη! επανέλαβεν ο Θεριστής. — Ναι, τόρα Μάρτης· πάει, θα τον χάνομε κι' αυτόν κάποτε-κάποτε είπεν ο Νοέμβριος. — Γιατί; — Γιατί παντρεύτηκε. — Παντρεύτηκε! πότε; ποία 'πήρε;

Πόση όμως φροντίδα στη στάση τους και στο φέρσιμό τους! Προσέχανε πολύ βέβαια πώς να βρεθούνε πιο ώμορφες, και τραβούσανε μέσα στο καράβι όλων τις ματιές. Θα το καταλαβαίνανε, γιατί αν και δείχνανε ότι δεν προσέχανε, κάποτε-κάποτε κρυφομιλούσανε και κρυφοκυττάζανε. Ο Ρένας παρατηρούσε κ' έλεγε: — Όλα τα ρούχα της γυναίκας είναι λεπτότερα από των ανδρών. Σχεδόν μπορείς να πεις ότι είναι γυμνή.

Μα κάτω τα περιβόλια των Πατησιών ως τον Πύργο της Βασιλίσσης και τους κάμπους πέρα του Μενιδιού, παραδώθε τα Σεπόλια κ' η Κολοκυθού, ο ελαιώνας κι ολόγυρα τα βουνά του Δαφνιού τα κοκκινοχώματα κι ο Πάρνης που τραβάει την ψυχή στα ψηλώματά του και στις βελουδόμαβιες κλεισούρες όλα ε1χαν αρχίσει να ψήνωνται στον ήλιο. . κ’η Αθήνα που ξεχειλούσε με τα μύρια της τα σπίτια πίσω απ’ τον Άη-Γιώργη και τα νταμάρια, λες και τάπερνε όλα σβάρνα, είχε απάνω της ένα βαρύ πάπλωμα από αχνόν κιτρινοκόκκινο που κάποτε-κάποτε κάνανε φτερά σαν πουλάκια κάτι πνιγμένοι ήχοι ως εδώ έξω. . κ΄έβγαζε απομέσα της η Ακρόπολις, χρυσοφιλημένη απ’ τον ήλιο, και γλαυκοφέγγριζε η θάλασσα πέρα κάτω με τα μαύρα κατάρτια του Πειραιώς σαν τσίνουρα στο μάτι της και με την αέρινη την Αίγινα, ψηλά στον ουρανό, σαν όνειρο. . . Σηκώθηκαν τώρα, η θεια Ελέγκω με τη Λιόλια, να πάνε νανασπαστούνε στην εκκλησιά.

Μπα, δεν έχεις δίκηο η ωμορφιά φαίνεται δέκα μίλια μακρυά είπεν ο Μάιος, ξανθός και μελαχρινός νεανίας, ειδήμων πολύ περί τα τοιαύτα. — Α! 'βρήκες και Μάρτη να κυττάξη ωμορφιά! επανέλαβεν ο Νοέμβριος· μωρέ ξέρεις τι Γαλαξειδιώτης είνε; κερί ανάβειτον παρά. . . δε λέω όχι· κάποτε-κάποτε γυρίζει καιτην ώμορφη, αλλά πάντα την πλούσια κυττάζει κι' ας είνε άσχημη.

Ανάμεσα Αγίου Όρους και Διαβόλου ήτανε δύσκολο να νοιώσω τι έτρεχε. Τους κύτταζα σα χαζός. — Δεν τάμαθες, λοιπόν, αφεντικό; Δεν είχα μάθει τίποτε. Ήτανε γραφτό να το μάθω κι' αυτό. Δίπλα στο φτωχικό του καθότανε μια χήρα. Η χήρα ήτανε λιγάκι πεταχτή και γλυκομίλητη. Κάποτε-κάποτε λένε πως άνοιγε κ' η θύρα της σιγά-σιγά τα μεσάνυχτα. Όρκο δεν έπαιρνε όμως κανένας.