United States or Eritrea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι τους έχουμε ακουστά και των παλιών αρχόντων τους μύθους, σαν τους έπιαναν θυμοί πεισματωμένοι· 525 με λόγια τους μαλάκωνες, τους γύρναες με περκάλια. Θυμάμαι μια ιστορία εγώπολύ παλιά, όχι τώραπώς έγινε, και θα την πω να δείτε, αδρέφια, εδώ όλοι.

Άιντε, μωρέ πλιάκ' ιντερμπούαρ! — Όλ' αυτά ακουστά τάχω, μωρέ παιδιά μου, πως τα λεν τα χαρτιά και τα στόματα των παλιών. Ακουρμαστήτε και τούτο που ο ίδιος με τα μάτια μου το διάβασα.

Το ψυχομάχημα, ο θάνατος, το πένθος, οι ετοιμασίες όλα ήταν για τη σκέψη του ψηφίδες που τούδειχναν μια θαυμαστή και μεγαλόπρεπη εικόνα. Σκυφτός άκουε το μυρολόγι της Ελπίδας κ' ένοιωθε το πνεύμα του να γυρίζη μέσα στα χερόγραφα των παλιών Ευμορφόπουλων. — Εγώ σε βεβαιώνω, είπε άξαφνα με φαρμάκι στο Θεομίσητο, πως και τα παιδιά έχουν την ψυχή της μάννας τους.

Άιντε, μωρέ πλιάκ' ιντερμπούαρ! — Όλ' αυτά ακουστά τάχω, μωρέ παιδιά μου, πως τα λεν τα χαρτιά και τα στόματα των παλιών. Ακουρμαστήτε και τούτο που ο ίδιος με τα μάτια μου το διάβασα.

Κάθε γενεά του Ευμορφόπουλου έφερνε στη γενεά του Χαγάνου οξωμάχους για τη γη, δούλους για τα ζωντανά, κορίτσα και αγόρια για τις αισχρές επιθυμίες της. Λίγο λίγο έσβυσε και τ' όνομά τους ακόμα μέσα στο χωριό. Έλεγαν «στου Ευμορφόπουλου το πηγάδι»· «του Ευμορφόπουλου το πήδημα»· το «λιθάρι του Ευμορφόπουλου». Ονόμαζαν έτσι κατιτί σημαντικό των παλιών αφεντάδων.

Είτανε μαζεμένο από τα μυριοδίπλωτα φύλλα των παλιών πολιτισμών, και μάλιστα του Ρωμαϊκού και του Ελληνικού.

Χαμογελούσε αριστερά η κατάγυμνη Όρθρυςατέλειωτη σειρά με χυτά, καταστρόγγυλα βουνάμε τους ρειπωμένους εδώ κ' εκεί παλιούς στρατιωτικούς σταθμούς των παλιών συνόρων και δεξιά καμάρονε πρασινισμένη, η ελατοφυτεμμένη και βελανιδοφουντωμένη Οίτη, με μοναστηράκια κυπαρισσοστολισμένα και μ' αφροστεφάνωτους μύλους από λαγκαδιά σε λαγκαδιά.

Ναι, η μέρα του δουλευτή είχε τελειώσει, άρχιζε όμως η φανταστική ζωή των αερικών, των νεράιδων, των περιπλανώμενων ξωτικών. Τα φαντάσματα των παλιών Βαρόνων κατέβαιναν από τα χαλάσματα του κάστρου πάνω από το χωριό Γκάλτε, ψηλά, στον ορίζοντα στα αριστερά του Έφις, και έτρεχαν στην ακροποταμιά κυνηγώντας αγριογούρουνα και αλεπούδες.

Φαινότανε σα να της ξαναήρθε η προτητερινή ζωηρότητα, σα να τίναξε από πάνω της όλο το βάρος της ξένης λύπης, καθετί που ίσκιωνε το μέρος αυτό των παλιών θυμητικών μας και μας κυνηγούσε ολάκερη την αλλόκοτη αυτή μέρα με όλη τη θλίψη και τη δυστυχία του κόσμου. Μ' έφερε ίσια στο δάσος σ' ένα στενό μονοπάτι, όπου τα έλατα σμίγανε τους κλάδους τους απάνω από τα κεφάλια μας.

Μα και κάτι άλλο έτυχε τους καιρούς εκείνους που ακόμα πιώτερο χεροτέρευε τη στειροσύνη της τέχνης. Οι Ρωμαίοι, καθώς είδαμε, δεν είχαν τον ίδιο φιλελληνισμό πάντα. Άλλοι μας έχτιζαν καινούρια μνημεία κοντά στα παλιά, άλλοι πάλε νοιώθανε των παλιών την αξία, και τα κουβαλούσανε στη Ρώμη αυτοί. Με της καραβιές πήγαιναν. Απίστευτο πράμα η ιεροσυλία εκείνη.