United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γριά κατέβηκε τότε να κοιμηθή με τη Μαριανθούλα της στο ζεστό μαντζάτο, κι' η υπηρέτρα, μένοντας μοναχή της, ξαδέρφωσε τα δαυλιά της φωτιάς, σκέπασε την αθράκα με κρύα στάχτη, για να βαστάξουν τα κάρβουνα αναμμένα ως το πρωί, και να μην έχουν άκρα στο σπίτι τα ισκιώματα, τα φαντάσματα, οι πειρασμοί, οι δαιμόνοι οι κατσικοποδαραίοι κι' οι καληκαντζάροι, πήρε το προσκέφαλό της και το σάγισμά της κι' έγειρε παραστιάς να κοιμηθή.

Τι λέγαμε στην αρχή;... Α! λέγαμε ότι η κάκω η Μήτραινα έσφαξε την πλειο παχειά της κόττα, τη ζεμάτησε τη μάδησε και την έβαλε να βράση ακέρια, σιγύρισε το σπιτοκάλυβό της, έστρωσε στην κορφή της παραστιάς την πρόκοβα της τη νυφιάτικη, έδεσε στην κρικέλλα τη σκύλλα της και περίμενε να ξημερώση του ΆηΓιαννιού, για νάρθη ο ξενιτεμένος της....

Ο Γεωργάκης την αγκάλιασε, και την μίλησε για να την παρηγορήση και να της κάνη την καρδιά, κι' έτσι αγκαλιασμένοι έγειραν στο προσκέφαλο της παραστιάς.

Τώρα; Οργιές και μπόγια Πάνε τα Γαλαρόκαμπα, το Κουρμολιάσα σιάδι. Ο Τσάρκος, η Κουρκούμπετα, η Γκάλτσα, η Τσάγια ο Μπάρρος. Δεν ξεχωρίζουν πούπετα. — Καιτο χωριό; — Νυχτέρι Θάχουν απόψε σπίτι μας. Του Τρίκκα τα πουρνάρια Κούτσουρα τετραπανωτά θα καίγουντη γωνιά μας, Και παραστιάς ολόγυρα, μέσ' αφ' τον πυρομάχο, Της γειτονιάς αραδιαστές θα κάθονται η κοπέλλες.

ΣΗΜΕΡΑ τα Φώτα, το δειλινό της παραμονής του Άη-Γιαννιού, η κάκω η Μήτραινα, σαν όλες της παραμονές του Άη-Γιαννιού, έσφαξε μια παχειά και μεγάλη κόττα, από τες δέκα-δώδεκα κοττούλες, που είχε στην πλατύχωρη αυλή της, τη ζεμάτησε, τη μάδησε, και την έβαλε να βράση ακέρια, μέσα σ' ένα κακκάβι, συγύρισε το σπιτοκάλυβό της, έστρωσε στην κορφή της παραστιάς τη νυφιάτικη την προκόβα της, έδεσε τη γκρινιάρα της τη σκύλλα στην κρικέλλα, και περίμενε, σαν όλες τες παραμονές του Άη-Γιαννιού, νάρθη ο ξενιτεμένος της ο Γιάννης, ξημερόνοντας του Άη-Γιαννιού.

Έξω αγέρας, κρύο και χιονόνερο, τα στοιχειά του χειμώνα χόρευαν με μανία, κι' η μάννα με το παιδί της κοιμώνταν παραστιάς σφιχταγκαλιασμένοι, σαν όταν ο Γεωργάκης είταν εφτά χρονών παιδάκι..

Έχουν περάσει τα μεσάνυχτα. Η ίδια νεκρίλα στην πόλη μας. Η ίδια κουβέντα στα σπίτια, για το κλείσιμο των εκκλησιών. Και λέγουν ανάμεσα πως κάπου κρυφοσυνάζονται και κρυφοσυντάζονται για ταραχές την αυγή. Τα μικρά τα παιδιά ξεδειλιασμέν' από την φωτιά κι' αποσταμέν' από τα παιγνίδια, αποκοιμιώνταν ένα ένα στα γόνατα των γονιών τους, εκεί παραστιάς. Ήρθεν η ώρα του όρθρου.

Βάβω κι' αγγονιά, ενωμένες με την απεριόριστη αγάπη, που ενώνει τες βάβες προς τ' αγγόνια, και τ' αγγόνια προς τες βάβες, μ' ένα άγουρο μνήμα, που είχεν ανοιχτή στη μαύρη γη, και μια ψυχή, που περίμεναν και οι δύο μ' ανυπομονησία από την Ξενιτειά, καθισμένες εκεί παραστιάς η μια κοντά στην άλλη, σαν ονειροφάνταχτη συνέχεια της δημιουργίας της ανθρωπότητας, σχημάτιζαν ένα από τα πλειο συγκινητικά και τα πλειο ώμορφα συμπλέγματα, που μπορούσε να πλάση η φαντασία ενός καλού ζωγράφου.

Η υπηρέτρα με τη Μαριάνθη βγήκαν από το δωμάτιο με τες γίδες και με τα κατσίκια, κι' η γριά σηκώθηκε, πήγε στο ντουλάπι, πήρε το μισοκάρικο το παγούρι, που είταν γεμάτο ρακί, και τώδωκε στον παπά, κατέβασε και το κανίστρι με τα καφοκούτια από τ' αράφι κι' όσο να φκιάση τον καφέ για τον παπά, με το ζεστό το νερό, που είταν παραστιάς έτοιμο στο χαλκούτσι, γύρισαν από τη δουλειά η Μαριάνθη με την υπηρέτρα και κάθησαν κι' αυτές γύρα στη φωτιά.