United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


το μέγαρο σκορπίσθηκαν, ως τρέχουν αγελάδαις όταν με κέντημα συχνό ταις συνταράσσ' η μύγα, 300 εις τον καιρό της άνοιξης, 'που 'ναι μεγάλ' η 'μέρα· και, ως χύνονται κυρτώνυχοι, κυρτόμυτοι, πετρίταις από τα όρητα πουλιά, κ', ενώ τούτ' αποφεύγουν τα νέφη, και όλα κρύβονταιτο σιάδι, τ' αφανίζουν άξαφνα εκείνοι, ώστε φυγή και αντίστασις δεν είναι· 305 καιτο κυνήγι οπού θωρούν οι άνδρες διασκεδάζουν· όμοιατο δώμα χύθηκαν εκείνοιτους μνηστήραις κ' εδώ κ' εκεί τους έκρουαν και αυτοί φρικτά βογγούσαν, ως κρούονταν η κεφαλαίς, και ο πάτος έβραζ' αίμα.

Η μούλα του δε μπόρεσε να βαστάξη 'ςτο συρμητό. Κόλωσε με μιας πίσω. Θέλησε τούτος με τα χτυπήματα να τη βάλη μπροστά. Κι αυτή, μέσ' το πείσμα της, πέταξε δυο τρεις κλοτσιές με τα δυο τα πισινά της, τον έρριξε τ' απίστομα 'ςτο σιάδι, κ' έφυγε μοναχή της τον κατήφορο κ' εχώθηκε 'ςτα κλαριά του λόγγου μέσα.

Παράμερα τους βλέπουν 1225 Στον ίδιον τον καιρό Σε σιάδι να μουλόνη Λαγόν τρανόν, χοντρό· Κι ως ήταν πεινασμένα Δεν άργησαν στιμή 1230 Να στρίψουν, να χυμήσουν Απάνω του μ' ορμή. Μον θέλοντας το ένα, Το αλλο μερτικό Τελείως να μη πάρη 1235 Να μείνη νηστικό, Με λύσσα συνατά τους Να πιάνουνται αρχινούν, Φριχτή μεγάλη μάχη Πεισματικά κινούν. 1240

Η μούλα του δε μπόρεσε να βαστάξη 'ςτό συρμητό. Κόλωσε με μιας πίσω. Θέλησε τούτος με τα χτυπήματα να τη βάλη μπροστά. Κι αυτή, μέσ' το πείσμα της, πέταξε δυο τρεις κλοτσιές με τα πισινά της, τον έρριξε τ' απίστομα 'ςτό σιάδι, κ' έφυγε μοναχή της τον κατήφορο κ' εχώθηκε 'ςτά κλαριά του λόγγου μέσα. Όλη την επίλοιπη βροχή εκεί την εφάγαμε, ολόρθοι 'ςτήν πόρτα του κατωγιού, με τον ξάδερφό μου.

Στες κακοτοπιές, πούτον στενός ο δρόμος, σωστό μονοπάτι, εγώ πήγαινα πίσω πίσω, στερνός απ' όλους, κ' είχα τη δασκάλα μπροστά και τον αγωγιάτη από κοντά. Όπου βγαίναμε σε σιάδι, τύχαινε κάποτε να πάω ζυγά ζυγά μ' αυτήν. Έστρεφε τότες αυτή κατ' εμένα, μ' εκύτταζε συμπαθητικά και μου χαμογελούσε γλυκά γλυκά.

Σωρεύτε χώμα τώρα επάνωτον ζωντανόν καιτην απεθαμένην, όσον απ' το σιάδι τούτο να μορφώσετ' όρος, 'πού με την κορυφήν του να υπερβή το αρχαίον Πήλιον ή την γαλάζιαν κεφαλήν του Ολύμπου. ΑΜΛΕΤΟΣ Δεν είναι τούτη ευχή καλή.

τον τοίχο γύρω αραδιαστά θρονιά και εις τα δυο μέρη 95 απ' το κατώφλι εφαίνονταν ως μέσα πέρα πέρα, και γυναικών καλόγνεστα γιασίδια τα εσκεπάζαν•εκείνα επάν' οι αρχηγοί καθίζαν των Φαιάκων, κ' έτρωγαν μαζή κ' έπιναν, ότ' είχαν αφθονία. 100 και εις στυλοβάταις τεχνικούς στέκονταν χρυσοί νέοι, κρατώντας εις τα χέρια τους λαμπάδαις αναμμέναις, και των συνδείπνων έφεγγαντα δώματα την νύκτα. πενήντα μες το δώμα του γυναίκαις έχει δούλαις• άλλαις αλέθουν τον καρπό, 'που 'ναι ξανθός σαν μήλο, άλλαις υφαίνουσι πανί και κλώθουσι μαλλία, 105 καθήμεναις, και, ως της ψηλής λεύκας τα φύλλα, σειούνται• κ' είναι τα υφάσματα κρουστά, 'που επάνω ρέει το λάδι. και καθώς όλων των ανδρών οι Φαίακες πρωτεύουν να κυβερνούντην θάλασσαν, όμοια καλαίς τεχνίτραις είναι η γυναίκεςτο πανί, ότ' η Αθηνά ταις έχει 110 έργα διδάξει εξαίρετα και νουν λαμπρόν χαρίσει, και της αυλής έξω, σιμάτην θύρα, μέγας κήπος τετράπλεθρος, και λίθινος τον περιζώνει φράκτης. δένδρ' αυτού μέσα υψόνονται χλωρά και φουντωμένα• απιδιαίς είναι και ροϊδιαίς, λαμπρόκαρπαις μηλέαις, 115 και με γλυκόκαρπαις συκιαίς εληαίς θυμό γεμάταις. είναι ο καρπός τους άφθαρτος και ολοχρονής δεν λείπει, χειμώνα, είτε καλόκαιρον• αλλ' άπαυτα φυσώντας αύρα ζεφύρου άλλα γεννά και άλλα ωριμάζει νέα. γερά το απίδι και άλλο ανθεί, το μήλο, και άλλο μήλο, 120 και το σταφύλι και άλλο ανθεί, το σύκο, και άλλο σύκο. και υπάρχει αυτού πολύκαρπο κηπάρι αμπελωμένο, 'που μέρος έχ' ηλιακωτόν εις απλωμένο σιάδι και από τον ήλιο φρύγεται• σταφύλια άλλα τρυγούνται, άλλα πατούνται, κ' έμπροσθεν τ' αμπέλι έχει αγουρίδαις 125 ακόμη μες το ξάνθισμα• να βάφουν αλλ' αρχίζουν. και τεχνικώταταις βραγιαίςταις άκραις έχει ο κήπος κάθε λογής, και ολόχρονατην πρασινάδα λάμπουν. δυο βρύσες μέσα• απλόνεταιόλον τον κήπο η μία, εις το κατώφλι της αυλής η άλλη αποκάτω ρέει 130 προς το παλάτι, όθ' έπαιρναν νερόν όλ' οι πολίταις. τέτοιά 'χε ο Αλκίνοος άφθαρτα των αθανάτων δώρα.

Στες κακοτοπιές πούταν στενός ο δρόμος, σωστό μονοπάτι, εγώ πήγαινα πίσω πίσω, στερνός απ' όλους, κ' είχα τη δασκάλα μπροστά και τον αγωγιάτη από κοντά. Όπου βγαίναμε σε σιάδι, τύχαινε κάποτε να πάω ζυγά ζυγά μ' αυτήν. Έστρεφε τότες αυτή κατ' εμένα, μ' εκύτταζε συμπαθητικά και μου χαμογελούσε γλυκά γλυκά.