United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι αυτή όλο μ' ευχαριστούσε και μου χαμογελούσε γλυκά, κ' εγώ, αμίλητος πάντα, όλο ανατρίχιαζα γλυκότερα μέσα μου. Κάποτε τη ρώτησα στο δρόμο να μου ειπή πού χτύπησε. — Πουθενά, μώλεγε αυτή συμπαθητικά. Αλλ' από τ' αλαφρό σούφρωμα τ' άμορφου προσώπου της κι από το συχνό βάλσιμο του χεριού της στη μέση, κατά τα νεφρά, ένοιωθα 'γω ότι χτύπησε κι ότι πονούσε και τόκρυφτε. Όσο που της είπα μια φορά.

Στες κακοτοπιές πούταν στενός ο δρόμος, σωστό μονοπάτι, εγώ πήγαινα πίσω πίσω, στερνός απ' όλους, κ' είχα τη δασκάλα μπροστά και τον αγωγιάτη από κοντά. Όπου βγαίναμε σε σιάδι, τύχαινε κάποτε να πάω ζυγά ζυγά μ' αυτήν. Έστρεφε τότες αυτή κατ' εμένα, μ' εκύτταζε συμπαθητικά και μου χαμογελούσε γλυκά γλυκά.

Κάποια έλλειψις ευαισθησίας, έλλειψιςπάρε το όπως θέλης· ότι η καρδιά του δεν πάλλει συμπαθητικά, εις . . . : ω! — εις την περιπλοκή ενός αγαπητού βιβλίου, που η καρδιά μου και της Καρολίνας συναντώνται, και εις χίλιες άλλες περιπτώσεις, οσάκις συμβαίνη να εκδηλώνωνται τα αισθήματά μας για πράξη ενός τρίτου. Αγαπητέ Γουλιέλμε! — Αλλά την αγαπά εξ όλης ψυχής και μία τέτοια αγάπη τι δεν αξίζει!

Κι' αυτή όλο μ' ευχαριστούσε και μου χαμογελούσε γλυκά, κ' εγώ, αμίλητος πάντα, όλο ανατρίχιαζα γλυκότερα μέσα μου. Κάποτε τη ρώτησα στο δρόμο να μου ειπή πού χτύπησε. — Πουθενά, μώλεγε αυτή συμπαθητικά. Αλλ' από τ' αλαφρό σούφρωμα τ' ώμορφου προσώπου της κι από το συχνό βάλσιμο του χεριού της στη μέση, κατά τα νεφρά, ένοιωθα 'γώ ότι χτύπησε κι ότι πονούσε και τόκρυφτε. Όσο που της είπα μια φορά.

Ο ιερεύς, αφού εθυμίασεν, ήρχισε ν' αναγινώσκη το πένθιμον Τρισάγιον, οι δε λοιποί εγονυπέτησαν εν κατανύξει μεγάλη, ψιθυρίζοντες ευχάς αναμεμιγμένας με θρήνους, όταν μάλιστα ήκουσαν του ιερέως μνημονεύοντος: «υπέρ αναπαύσεως της ψυχής της δούλης του Θεού Ζωίτσας». Τότε έκθαμβος ανεγνώρισα τα συμπαθητικά πρόσωπα της παρούσης διηγήσεως.

Έδειχναν όμως ακόμα πως πέρασε πολλές συφορές κ' ήπιε πολλά φαρμάκια. — Πάλε θυμωμένος είσαι; ερώτησε συμπαθητικά το γιο της. — Όχι, μητέρα· δεν είμαι θυμωμένος· είπε ο Αριστόδημος, βιάζοντας τον εαυτό του να χαμογελάση. Να, για το γιόκα σου έλεγα· δε μπορεί να ησυχάση καθόλου. Όλο παιγνίδια και τρεχάματα.

Ο πρώτος μου λόγος, άμα τη συνέφερα, ήτον να τη ρωτήσω πού βάρεσε. Η κόρη σήκωσε τα μεγάλα καστανά μάτια της, κυκλωμένα περίγυρα κατά τες κώχες με μια αλαφριά μελανή λουρίδ' από τη λαχτάρα, και νοτισμένα από δυο χοντρά μαργαριτάρια, δάκρυα που τότες άρχιζαν ν' αναβρύζουν, με κύτταξε τόσο συμπαθητικά που ποτέ δε θα το λησμονήσω στη ζωή μου, και μούπε ανάλαφρα: — Πουθενά,... σ' ευχαριστώ.

Ο πρώτος μου λόγος, άμα τη συνέφερα, ήτον να τη ρωτήσω πού βάρεσε. Η κόρη σήκωσε τα μεγάλα καστανά μάτια της, κυκλωμένα περίγυρα κατά τες κώχες με μια αλαφριά μελανή λουρίδ' από τη λαχτάρα, και νοτισμένα από δυο χοντρά μαργαριτάρια, δάκρυα που τότες άρχιζαν ν' αναβρύζουν, με κύτταξε τόσο συμπαθητικά που ποτέ δε θα το λησμονήσω στη ζωή μου, και μούπε ανάλαφρα: — Πουθενά, . . . σ' ευχαριστώ.

Στες κακοτοπιές, πούτον στενός ο δρόμος, σωστό μονοπάτι, εγώ πήγαινα πίσω πίσω, στερνός απ' όλους, κ' είχα τη δασκάλα μπροστά και τον αγωγιάτη από κοντά. Όπου βγαίναμε σε σιάδι, τύχαινε κάποτε να πάω ζυγά ζυγά μ' αυτήν. Έστρεφε τότες αυτή κατ' εμένα, μ' εκύτταζε συμπαθητικά και μου χαμογελούσε γλυκά γλυκά.