United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχενε και πηγάδι με σπάνιο νερό ο Αζώηρος, οπού δεν άργησαν να το μυριστούν κι' άλλοι και που κατάντησεν από στόμα σε στόμα να διαλαληθήόλους εκείνους τους απάνου μαχαλάδες ο καφενές και να συχνάζουναυτόν όχι μονάχα οι γερόντοι μα κι άλλοι πολλοί.

Παράμερα τους βλέπουν 1225 Στον ίδιον τον καιρό Σε σιάδι να μουλόνη Λαγόν τρανόν, χοντρό· Κι ως ήταν πεινασμένα Δεν άργησαν στιμή 1230 Να στρίψουν, να χυμήσουν Απάνω του μ' ορμή. Μον θέλοντας το ένα, Το αλλο μερτικό Τελείως να μη πάρη 1235 Να μείνη νηστικό, Με λύσσα συνατά τους Να πιάνουνται αρχινούν, Φριχτή μεγάλη μάχη Πεισματικά κινούν. 1240

Κι' αλλούθε το Λιοντάρι Στο δρόμον απαντάει, Οπού θροφή κι' εκείνο Πηγαίνοντας ζητάει· Παράμερά τους βλέπουν Στον ίδιον τον καιρό Σε σιάδι να μουλόνη Λαγόν τρανόν, χοντρό· Κι' ως ήταν πεινασμένα Δεν άργησαν στιμή Να στρίψουν, να χυμήσουν Απάνω του μ' ορμή.

Οι δικοί μου δεν άργησαν να νιώσουν την εξαιρετική αγάπη μου στο Βαγγελιό· κιάρχισαν να τη μεταχειρίζωνται ως σωφρονιστικό μέσο, για να με ησυχάζουν, να καταπαύουν τις δυστροπίες μου. Κοντά δε στους δικούς μου, έμαθαν κοι ξένοι την αδυναμία μου κέπαιζαν με τον πρώιμο έρωτά μου. «Ποια θα πάρης, Γιωργιόμε ρωτούσαν.

Γιατί μερικοί, λέει, ήσαν χθεςπαραμονή — 'ς το θέατρο, και άργησαν, λέει, ξεύρω 'γώ. Και προσέθηκε γελών: — Και του χρόνου, Δεσπότη μου! — Δεν βλέπουν τους συμπολίτας μας τους Δυτικούς; είπον εγώ. Εις παροικίαν είνε και όμως φυλάττουν την διάταξιν της Εκκλησίας και το έθιμον της πατρίδος των. Αυτοί οι Γάλλοι Weihnachten αποκαλούσι την εορτήν ταύτην.

Είχενε και πηγάδι με σπάνιο νερό ο Αζώηρος, όπου δεν άργησαν να το μυριστούν κι άλλοι και που κατάντησεν από στόμα σε στόμα να διαλαληθήόλους εκείνους τους απάνου μαχαλάδες ο καφενές και να συχνάζουναυτόν όχι μονάχα οι γερόντοι μα κι άλλοι πολλοί.

Ευθύς η Κεριστάνη προστάζει δύο εξωτικούς διά να υπάγουν να της φέρουν τα παιδιά της· οι εξωτικοί δεν άργησαν να της τα φέρουν έμπροσθέν της. Ο βασιλεύς της Κίνας, με όλον που ήτον τόσον θλιμμένος διά τον χαμόν της τροφής, εδόθη εις μεγάλην χαράν εις το να ιδή τα δύο του παιδιά, που έφεγγαν ωσάν το φως, τα οποία, παίρνοντάς τα εις τας αγκάλες του με μεγάλην αγαλλίασιν, τα εφιλούσεν.

Ο Καραγιάννης ήτο πρώτος γαμβρός και θα εμπορούσε να πάρη πολύ καλλιτέραν της Μπέλλας· κανείς, τόσον καιρόν δεν είχε καταλάβη τίποτε· πώς έξαφνα έγεινε το συνοικέσιον αυτό; Φαίνεται θα την αγαπούσε κρυφά ο Καραγιάννης την κοπέλλα· αλλέως δεν εξηγείται αυτό, διεδόθη όμως και κάτι άλλο· ότι η αδελφή του καπετάν Γιάννη αγαπούσε δήθεν τον Αντωνέλλο και τα λόγι' αυτά δεν άργησαν να παν στ' αυτιά του τελευταίου, ο οποίος και εθύμωσε φοβερά κ' έλαβε μέτρα να μην μάθη τίποτε η Μπέλλα.

Τόρα με την πρώτη διαμαρτύρησι του θερμαστή και το παγερό ύφος των συντρόφων ο Γιαννιός έχασε το θάρρος του. Οι συμβιβασμοί άργησαν να έρθουν και αυτό τον απέλπιζε. Αλλ' άξαφνα επλησίασεν ο Μπαρμπαγιώργης ο ναύκληρος, είδε την ψεύτικη έκφρασι των ναυτών, τη στενοχώρια του κ' εμάντεψε όλα: — Σώπα ρε συ· είπε στον Κώστα με αυστηρή φωνή. Άσε τον Γιαννιό να μας διηγηθή τίποτα.

Ας είμαι ως τόσο καλά που πήγα και το είπα της Γαρουφαλιάς άμα σηκώθηκα, να μην αληθέψη το έρμο. Έβαλες, Αρετούλα μου, νερό στη φωτιά; Πήγαινε, κόρη μου, βάλτο, να σε λούσω απόψε στου φεγγαριού τις αχτίδες, να τα κάμω στην αστροφεγγιά τα σγουρά σου. Σήκω, αγάπη μου, κ' έχε το νου σου και στο φαεί των παιδιών. Άργησαν οι βλογημένοι, και πρέπει να μποδίστηκαν κάπου. Αρετ.