United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο κομμένη από χαρτί, και εφορούσεν έν ωραίον τούλινον φόρεμα με μίαν μεταξωτήν ζώνην γαλάζιαν, και εις την μέσην της ζώνης είχεν έν λαμπρόν τριαντάφυλλον χάρτινον, μεγαλείτερον από την κεφαλήν της.

Γαλάζια πάντοτε η «Γαλανομμάτα» με άσπρο ζουνάρι. Με πανάκια κάτασπρα. Συγυρισμένη πάντοτε η «Γαλανομμάτα», λαμπροφορεμένη πάντοτε. Και ο Μανώλης της Αλτανούς όρθιος, εις την πρύμνην, κρατών τα πηδάλιον και καμαρώνων εαυτόν. Καταγάλαζος και ο Μανώλης. Με την γαλάζιαν βλούζαν του και τον γαλάζον κούκκον του. Θαρρείς και ανέδυσεν εκ του βυθού του κυανού πόντου. Κυάνεος. Κυανοπλόκαμος.

Σωρεύτε χώμα τώρα επάνωτον ζωντανόν καιτην απεθαμένην, όσον απ' το σιάδι τούτο να μορφώσετ' όρος, 'πού με την κορυφήν του να υπερβή το αρχαίον Πήλιον ή την γαλάζιαν κεφαλήν του Ολύμπου. ΑΜΛΕΤΟΣ Δεν είναι τούτη ευχή καλή.

Τα παιδιά τον ακολουθούν και αρχίζουν εν τω άμα εργασίαν επίπονον ν' ασφαλίσουν την γαλάζιαν των τράταν η οποία ανακινουμένη από των βιαίως επερχομένων κυμάτων, ήρχισε να κτυπά επί της μαρμαρίνης προκυμαίας, με κοντάρια και κωπιά απομακρύνοντες αυτήν από την σκάλαν.

Με την γαλάζιαν γούναν του την χονδρήν, με τον γαλάζιον κούκκον του τον βαρύν, καθήμενος οπίσω εις την πρύμνην, εκράτει σθεναρώς το πηδάλιον άδων συγχρόνως: Σαν αποθάνω, μάννα μου, 'ς το κύμα να με ρίξης . . . ν' αρθούν οι γλάροι να με κλαιν . . . — Μανώλη! Ηκούσθη και πάλιν φωνή κλαίουσα από του βράχου, φωνή πενθούντος, η φωνή της χήρας της Αλτανούς. — Μανωωωώληηη!

Το χωρίον επάνω εις τον βράχον του ανεπαύετο ως κλωσσούν αγριοπερίστερον. Κανείς δεν εφαίνετο έξω άνθρωπος. Αλλ' ο Μανώλης της Αλτανούς με την γαλάζιαν χονδρήν γούναν του και τον γαλάζιον κούκον του ευρίσκετο εντός της σκαμπαβίας του, ετοιμάζων αυτήν προς πλουν.

Αφ' ού ήθελαν ευχηθή αυτά, καθείς από αυτούς διά τον εαυτόν του και διά τους απογόνους του, έπινε και αφιέρωνε την κούπαν εις τον ναόν του θεού, και έπειτα κατεγίνετο εις το φαγητόν και τας άλλας αναγκαίας διατυπώσεις· όταν δε ήθελε σκοτεινιάση και η φωτιά ολόγυρα εις τα θύματα ήθελε σβυσθή, όλοι τους, αφ' ού ήθελαν φορέση μίαν στολήν γαλάζιαν ωραιοτάτην, εκάθιζαν πλησίον εις τα καυμένα απομεινάρια της θυσίας του όρκου, την νύκτα, αφ' ού ήθελαν σβύση παντού μέσα εις τον ναόν κάθε φωτιάν, εδικάζοντο και εδίκαζον, αν κανείς από αυτούς είχε κατηγορίαν εναντίον άλλου ότι παρέβη τον νόμον.

Παις γαλανομμάτης, μ' ελαφρόν κούκκον εν τη ακτενίστω κεφαλή του, με γαλάζιαν βλούζαν, ανυπόδητος με γυμνάς τας κνήμας, βρεγμένος, ανασκουμπωμένος μέχρι γονάτων, ήλθε να παραλάβη την βαλίζαν μου, ο νεαρός καμαρώτος. — Τράγκα-Τρουγκ! Τράγκα-Τρουγκ! Τράγκα-Τρουγκ! Πρωί-πρωί, χαράγματα, είχεν εξυπνήσει η σκούνα.