United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν είχε την δυστυχίαν να πάρη πτωχόν άνδρα, είχεν όμως την δεξιότητα ν' αναθρέψη ελευθερώτερον την μόνην θυγατέρα της. Της έπαιρνε χρυσάφι και εκεντούσε, της έπαιρνε τερεπλίκι και έπλεκε, της έπαιρνε χασέδες και έρραπτε. Και την εδίδαξε να κατασκευάζη μόνη της ωραία γλυκύσματα.

Σχώρεσέ την για πρώτη φορά, Κουμπή μου, σχώρεσέ την. Έλεος, Κουμπή μου, έλεος! Ο Κουμπής εκάμφθη. Η Σεραΐνα επέζησε δέκα ή δώδεκα έτη, όσα ήρκουν διά ν' αναθρέψη τα τέκνα του Κουμπή.

Χαράεκείνον, όπου 'ξεύρει να την ζητήση, να την 'βρή Η κυρά Διαμάντω έξευρε να υφαίνη τόσον ωραία, ώστε και από τας Αθήνας ακόμη κυρίαι ήρχοντο εις το χωριό της και της παρήγγελλον μεταξωτά, βαμβακερά ή μάλλινα υφάσματα Με τον εργαλειό της κατόρθωσε ν' αναθρέψη τους τρεις υιούς της και να προικίση καλά τας θυγατέρας της.

Ω βασιλέα αστόχαστε και αδύνατε, διατί να μη φυλάξης την σιωπήν; ηξεύρεις εσύ ποία ήτον η φωτιά, εις την οποίαν έρριξα το παιδί; εκείνη ήταν μία Λάμια, της οποίας εμπιστεύθηκα την ανατροφήν εκείνου του βασιλοπούλου· και η σκύλλα που είχες ιδεί ήτον μία Νεράιδα, η οποία μετά χαράς έλαβε το βάρος διά να αναθρέψη την βασιλοπούλα, και διά να πιστωθή, υπόμεινε διά να ιδής.

Και από τον ενθουσιασμόν του εφώναζε την νοικοκυράν του να φέρη κρασί, καρύδια, αμύγδαλα, ό,τι καλόν είχαν στα πιθάρια, Επειδή δε ήτο θησαυρός ανεκδότων, ενίοτε παρατόλμων, διηγήθη και το αρμόζον εις την προκειμένη περίστασιν. Κάποιος μια φορά, διά να σώση το γυιό του από κακές συναναστροφές, αποφάσισε να τον αναθρέψη μακράν από τους ανθρώπους σένα έρημο πύργο.

Τον είχανε φερμένο στην Πρωτεύουσα όμηρο από τότες που οι Οστρογότθοι συθηκολογήσανε με το Λέοντα . Τους δέκα χρόνους που έμεινε στην Πόλη, έκαμε η αυλή ό,τι μπόρεσε να τον αναθρέψη και να τον πολιτίση. Ως και Πατρίκιο τον τιτλοφόρησαν, και νύφη βασιλική τούταξαν.

Αλλά εσένα, κόρη μου, ποιός θα σε αναθρέψη όπως σου πρέπει; Άρά γε της μητρυιάς τα λόγια, 'σαν μεγαλώσης, δεν μπορούν να σε κακοφημίσουν και να σου καταστρέψουνε την τύχη σου, παιδί μου; Δεν θάχης τη μαννούλα σου, αυτή να σε παντρέψη και να σταθή στο πλάι σου, στου τοκετού την ώρα, που τίποτε γλυκύτερο δεν είν' από την μάννα. Γιατί εγώ πεθαίνω πια.

Ποιος θα σας βάλη στεφάνια ύστερ' από μένα; ποιος θα αναθρέψη τα δυστυχισμένα τ' αρνιά; ποιος θα περιποιηθή τον τραγουδιστή το τζίτζικα, που εγώ τον έπιασα με πολύ κόπο για να με κοιμίζη, λαλώντας κοντά στη σπηλιά; να τώρα εγώ αγρυπνώ για το Δάφνη κ' εκείνος του κάκου λαλάει. Τέτοια υπόφερνε, τέτοια έλεγε, μην ηξέροντας το όνομα του έρωτα.

Παρεκάλεσε θερμώς τον πατέρα της να μετατρέψη την απόφασίν του, τον εβεβαίωσεν ότι δεν θέλει να υπανδρευθή, ότι άλλο δεν επιθυμεί ή να τον γηροκομήση εκείνον και ν' αναθρέψη τα τέκνα της αδελφής της. Αλλ' ο γέρων είναι αδυσώπητος. Όταν βάλη τίποτε εις τον νουν του, ετελείωσε! Του Λιάκου η γλώσσα ελύθη.

Εάν δε αποθάνη η γυνή και αφήση τέκνα θήλεα και άρρενα, τότε ο νόμος συμβουλεύει τον άνδρα χωρίς να τον υποχρεώνη να αναθρέψη τα τέκνα χωρίς να φέρη εις την οικίαν μητρυιάν. Εάν όμως δεν υπάρχουν τέκνα, να νυμφευθή υποχρεωτικώς, έως ότου να γεννήση αρκετά τέκνα και διά την οικογένειάν του και διά την πόλιν.