United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι απάνω στην κουβέντα που κάμαμε, μου είπε αυτή την ιστορία της μισοκρεμνισμένης καμάρας του Ριζόμυλου: — Τόρα δεν έμεινε, παιδάκι μου, παρ' αυτή η καμάρα, που βλέπεις. Τον παλιό καιρό στα χρόνια της Τουρκιάς εδώ είταν του Λιάκου ο Ριζόμυλος. Εδώ έπεφταν τα περισσότερα χωριά του τόπου, ρωμιοί και τούρκοι, απ' τη χώρα κι απ' τα χωριά εδώ κουβαλούσαν το στάρι τους με τα μουλάρια.

Εκεί η οργή του κατεπραΰνθη, αλλ' εξηκολούθει επαναλαμβάνων καθ' εαυτόν τας σκληράς λέξεις της Φλουρούς, καθόσον δε τας επανελάμβανε, του εφαίνετο ότι δεν έχει όλως άδικον η υπηρέτριά του. Και ανελογίζετο την πρώτην διαβεβαίωσιν του Λιάκου, ότι ουδέποτε τον έλαβεν υπ' όψιν ως γαμβρόν, και τας υπεκφυγάς του Κ. Μητροφάνους. Και τώρα, ιδού, ο Λιάκος δεν επέστρεψεν εισέτι.

Αλλά βλέπουσα την μεγάλην του Λιάκου δυσαρέσκειαν, επανέλαβε σοβαρώτερον·Πώς το εσοφίσθης αυτό το συνοικέσιον; — Όχι, υπέλαβεν εκείνος, χωρίς ν' αποκριθή εις την ερώτησιν. Επιθυμώ να μου είπης τι του ευρίσκεις το επιλήψιμον. — Επιλήψιμον! ανέκραξεν η εξαδέλφη μιμουμένη την φωνήν του. Ο άνθρωπος δεν είναι επιλήψιμος, είνε απλώς γελοίος. — Ομολογώ ότι το εξωτερικόν του δεν είναι επιβλητικόν.

Αλλά, βλέπων την προσήλωσιν του Λιάκου προς την διεύθυνσιν του Μάνα, ο Κ. Πλατέας διέκοψε τον λόγον, εστήριξε την αριστεράν επί της τραπέζης προς διευκόλυνσιν της μελετωμένης επί του σκαμνίου περιστροφής του, και ητοιμάζετο να ίδη πάλιν τι το ελκύον την προσοχήν του Λιάκου, ότε ούτος νοήσας τον σκοπόν του θέτει ορμητικώς την χείρα επί της παχείας χειρός του φίλου του, και σφίγγων αυτήν ισχυρώς λέγει ταπεινή τη φωνή, αλλά με ύφος επιτακτικόν: — Μη γυρίσης!

Η διαπασών του στεναγμού, ή και μόνη ίσως η ιδέα του Κ. Πλατέα πάσχοντος δεινά ερωτικά, έφερε το μειδίαμα εις τα κατηφή του Λιάκου χείλη. — Πώς δεν μου είπες ποτέ τίποτε; επανέλαβε. — Δεν σου είπα, απεκρίθη ο Διάκος, διά να μη σε ζαλίζω. Αλλ' ιδών την έκφρασιν θλίψεως συνάμα και επιπλήξεως, η οποία επεχύθη εις το πρόσωπον του φίλου του, επρόσθεσεν αμέσως: — Να σου τα είπω όλα, αφού το επιθυμείς.

Να απευθυνθή προς τον φίλον του; Αλλά, ύστερον μάλιστα από τα χθες μεταξύ των διαμειφθέντα, δεν του ήρχετο να υπάγη προς αυτόν διά να είπη... τι; «Ιδού, θυσιάζομαι προς χάριν σου.» — Όχι! — Να προστρέξη εις την μεσολάβησιν της εξαδέλφης του Λιάκου; Δύσκολον και τούτο.

Εξηκολούθησεν επί δύο θερινάς περιόδους την θαλασσολουσίαν και ήθελε βεβαίως την εξακολουθήσει εφ' όρου ζωής, εάν φοβερόν συμβάν δεν του ενέπνεε τοσούτον τρόμον, ώστε επροτίμησεν ο άνθρωπος να εκτεθή μάλλον εις τον κίνδυνον του να διπλασιασθή η περιφέρεια του, ή εις την επανάληψιν του παθήματος εκ του οποίου διεσώθη χάρις μόνον εις την ρώμην και την γενναιότητα του πρωτοδίκου Κ. Λιάκου.

Η απαράμιλλος απεικόνισις συζυγικής αγάπης και πατρικής στοργής, η εξ έρωτος αμοιβαίου πηγάζουσα ευτυχία, η συμφορά του χωρισμού, ταύτα πάντα ουδέποτε τοσούτον τον συνεκίνησαν. Ποτέ άλλοτε ο καθηγητής των Ελληνικών ούτε ανέγνωσεν ούτε απεστήθισεν υπό τοιούτο πνεύμα στίχους της Ιλιάδος! Ενώ δε ανεγίνωσκεν, ο Έκτωρ ενεσαρκούτο εις την φαντασίαν του υπό την μορφήν του Λιάκου. Τον Λιάκον εσυλλογίζετο.

Ταύτα απετέλουν την ουσίαν της συνομιλίας, αλλ' αι ερωτήσεις του Πλατέα και αι λεπτομέρειαι του Λιάκου επαναλαμβανόμεναι αποκατέστησαν μακρόν τον διάλογον, ο δε ήλιος έδυεν, ότε οι δύο φίλοι επέστρεψαν εις την οικίαν διά να τιμήσωσι το δείπνον της Φλουρούς. Μόλις είχον απογευθή ότε η θύρα εκρούσθη, η δε Φλουρού εισελθούσα ενεχείρισεν εις τον Λιάκον επιστολήν.

Σαν ξύπνησε, αφοκράζεται κι ακούει σπαραχτική φωνή σα νάβγαινε απ τον Αδη. — Γιατί να με θάφτε ζωντανόοοο! γιατί να με θάφτε ζωντανόοοο!... Ξαφνικά κι απάντεχα κρι-ι-ίκ! κρα-α-κά! βλέπει την πόρτα της νανοίγη διάπλατη απόξω, αφού είχε βαλμένη διπλή την αμπάρα μέσαθε. Ανοίγει η πόρτα και τι βλέπει η άμοιρη Λιακού, συφορά της! Τον άντρα της, ακούς· τον άντρα της!