United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως δυνάμεις δε εκείνας αι οποίαι μας κάμνουν επιδεκτικούς δι' αυτά• λόγου χάριν όσαι μας κάμνουν επιδεκτικούς να οργισθώμεν ή να λυπηθώμεν ή να οικτίρωμεν• ως καταστάσεις δε εκείνας αι οποίαι μας κάμνουν να είμεθα ως προς τα πάθη καλοί ή κακοί• λόγου χάριν ως προς την οργήν, εάν μεν μας κάμνουν να οργιζώμεθα ορμητικώς ή χαλαρώς, είναι κακαί, εάν όμως μετρίως, είναι καλαί, ομοίως δε και δι' όλα τα άλλα.

Έκλεισε πάλιν αυτούς ελπίζων ότι ήθελεν επανίδει την ποθεινήν εικόνα. Ουδέν. Εν τούτοις η γλυκεία εντύπωσις έμενεν. Ο νέος ήλπιζεν ότι ηδύνατο εισέτι να την επανίδη. Φευ! η Αϊμά έφευγε. Την είδε πάλιν, αλλά φεύγουσαν. Ήτο εντός πλοίου, όπερ ορμητικώς απεμακρύνετο εκ της παραλίας, ο δε Μάχτος, ως τω εφαίνετο, ίστατο όρθιος επί της ακτής, και την απεχαιρέτιζε μακρόθεν.

Η Γερακούλα την στιγμήν εκείνην κατήρχετο από του υψηλού λόφου, κρατούσα κενόν το ελαστικόν, αφού ήναψε πλέον τας κανδήλας της Παναγίας της Κεχρεάς, ότε όπισθεν της ακούει βαρείς βηματισμούς ανθρώπου, όστις κατέβαινε την οδόν ορμητικώς ως κατρακυλών λίθος. Στρέφει και βλέπει κατέναντι αυτής τον Θανάσην, τον ληστήν, φορτωμένον το καλογηρικόν δισάκκιον και το όπλον του το υαλιστερόν.

Επανέλαβε πάλιν μίαν φοράν ο αντίλαλος, θρηνητικώτερον, πενθιμώτερον ακόμη. . . Το ονάριον έστρεψε την κεφαλήν του αντιθέτως, ίνα μη προσπίπτη εις το κτηνωδώς ακίνητον πρόσωπόν του το χιονόνερον, όπερ ήρχισε να επιρρίπτη ορμητικώς ο γραίγο-λεβάντες την στιγμή εκείνην εκραγείς μετά βίας. Η σκαμπαβία έπλεε ταχέως.

Ο χείμαρρος διευθύνεται προς τας ανατολικάς ακτάς της νήσου, διαρρέων παρακάτω από τα τείχη της Μονής ορμητικώς μεταξύ των παρασυρομένων βράχων παρά τους χονδρούς κορμούς, καρυών και πλατάνων, αίτινες μαγευτικήν όψιν παρέχουσιν εις το άγριον ρεύμα.

Μα δεν παύει, Θεέ μου!. . . εψιθύρισεν αίφνης, ωσεί απαυδήσασα. Κ' επήδησεν ορθία, ανατινασσομένη ορμητικώς καθ' όλα αυτής τα μέλη, θέλουσα ν' απορρίψη την νάρκην και την εντύπωσιν, την οποίαν της επέφερεν ο τόνος της φλογέρας.

Και εξηκολούθησε τον δρόμον του προς τα Λιβάδια τρέχων ορμητικώς και ασκόπως, ως οιστραλατούμενος ταύρος.

Ενόμιζες ότι αυτή εδώ η οικία εθρήνει· και ιδού η κόρη μετά πατάγου ορμητικώς ανερχομένη ως να εδιώκετο, και καθώς εκράτει εις χείρας την σκούπα συνεκρούσθη εκεί προς την επί της έδρας αναιβασμένην μητέρα της· και ιδού κατά γης και γραία και έδρα και ο καθρέπτης πάρα πέρα, γενόμενος θρύμματα. Η κόρη εμαρμάρωσε. Δεν ήξευρε τι να είπη. Εφοβήθη διά την μητέρα της περισσότερον.

Οι δε Χάονες έχοντες πεποίθησιν εις τας δυνάμεις των και αξιούντες ότι ήσαν μαχιμώτεροι πάντων των εν τη ηπείρω εκείνη κατοικούντων δεν έσχον την υπομονήν να στήσουν στρατόπεδον, αλλά προχωρήσαντες ορμητικώς μετά των άλλων βαρβάρων, ενόμισαν ότι ήθελον κυριεύσει την πόλιν με αλαλαγμόν και ότι το κατόρθωμα τούτο ήθελεν αποδοθή εις αυτούς.

Μόνος ο Σταυρής, ο καφεπώλης, εισπνέων ορμητικώς τον πρωινόν αέρα, ως άνθρωπος αιωνίως κρυωμένος, ιστάμενος παρά την θύραν του καφενείου του εψέλλισε με την ρίνα: — Καλό πνίξιμο, κυρ-Δημάκη! Την μεσημβρίαν, λέμβος μικρά έπλεε δευτερόπριμα προς την αιπεινήν Σκόπελον.