United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σκέπτομαι τότε μη διαφεύγη αληθώς την θέλησίν μου η ενέργεια της διανοίας, μη τα γεννήματά της στηρίζωνται επί της σαλευομένης βάσεως πάσχοντος εγκεφάλου, μη και η λύπη μου αυτή... Διατί σκέπτομαι ταύτα; Διατί αι υποψίαι αύται, αι επιβαρύνουσαι έτι μάλλον το αφόρητον άχθος του βίου; Όχι! Ο πάσχων τας φρένας δεν έχει την συνείδησιν του πάθους του. Ω! Είθε να ήμην παράφρων!

Αι κινήσεις δε αύται και έπειτα ωνομάσθησαν διά ταύτα και ακόμη και τώρα καλούνται αι- σθήσεις όλαι. Ού- τω, και όταν τις ανάποδα στηρίξας την κεφαλήν του, επί της γης, τους δε πόδας υψώσας προς τα άνω, ευρίσκηται απέναντι άλλου, τότε εις τοιαύτην κατάστασιν του πάσχοντος και του βλέποντος αυτόν τα δεξιά μέρη του ενός φαίνονται αριστερά εις τον άλλον, και τα αριστερά δεξιά αμοιβαίως.

Η διαπασών του στεναγμού, ή και μόνη ίσως η ιδέα του Κ. Πλατέα πάσχοντος δεινά ερωτικά, έφερε το μειδίαμα εις τα κατηφή του Λιάκου χείλη. — Πώς δεν μου είπες ποτέ τίποτε; επανέλαβε. — Δεν σου είπα, απεκρίθη ο Διάκος, διά να μη σε ζαλίζω. Αλλ' ιδών την έκφρασιν θλίψεως συνάμα και επιπλήξεως, η οποία επεχύθη εις το πρόσωπον του φίλου του, επρόσθεσεν αμέσως: — Να σου τα είπω όλα, αφού το επιθυμείς.

Εις κανένα δεν είναι συγχωρημένον να διέλθη εν σιωπή προ του πάσχοντος, χωρίς να τον ερωτήση ποίαν ασθένειαν έχει. Θάπτουσι τους νεκρούς των με μέλι, οι δε θρήνοι των είναι περίπου όμοιοι με τους των Αιγυπτίων· Οσάκις Βαβυλώνιος συνευρεθή με την γυναίκα του, κάθηται πλησίον καιομένου θυμιάματος· ετέρωθεν δε το ίδιον πράττει και η γυνή του.

Ο Ιησούς δεν ηξίωσε περισσότερον να ενδιατρέψη επί υποκειμένου το οποίον εις το πνεύμα παντός αδόλου ακροατού είχε διευκρινηθή διά πάντοτε. Έστρεψε δε την προσοχήν των προς άλλα μαθήματα. Ο ύδρωψ της πεφυσιωμένης αυταρεσκείας των ήτο νόσος πολύ πλέον δυσίατος της του πάσχοντος τον οποίον είχον μεταχειρισθή όπως παγιδεύσωσιν Αυτόν.

Ενίοτε η έκστασις εκείνη μετέπιπτεν εις έμπνευσιν, η ρέμβη μετεβάλλετο εις ενθουσιασμόν, η άφωνος ποιητική θεωρία εξεχύνετο εις άσμα, και ο από της Λευκάδος άνεμος μας έφερεν εις Αθήνας νέαν μελωδίαν του πάσχοντος ποιητού. Αλλ' ήσαν σπάνια δυστυχώς τα ενεργά εκείνα διαλείμματα. Ο Βαλαωρίτης έβλεπε μόνον, ανεπόλει και ωνειρεύετο.

Αναμφιβόλως η φωνή του Πάσχοντος, καίτοι μεγαλοφώνως εξενεχθείσα εν τω παραξυσμώ εκείνω της συγκινήσεως όστις παρ' άλλω θα ήτο απόγνωσις, αβεβαιοτέρα και δυσδιακριτωτέρα καθίστατο εκ της εκλύσεως και αδυναμίας εν ή εκρέματο επί του ξύλου· και ούτω μεταξύ του σκότους και του συγκεχυμένου θορύβου, και των υποκώφων βημάτων του κινουμένου πλήθους, υπήρξάν τινες οίτινες δεν ήκουσαν τι έλεγεν.

Όσον διά την λεχώ, την μητέρα του πάσχοντος βρέφους, αύτη προ ολίγου είχεν αποκοιμηθή επί της χθαμαλής, πενιχράς κλίνης της. Ο μικρός λύχνος, κρεμαστός ετρεμόσβυνε κάτω του φατνώματος της εστίας. Έρριπτε σκιάν αντί φωτός εις τα ολίγα πενιχρά έπιπλα, τα οποία εφαίνοντο καθαριώτερα και κοσμιώτερα την νύκτα.

Και όμως όλα ταύτα δεν με απεθάρρυναν, ούτε με απεδειλίασαν, αλλά μένων διαρκώς πλησίον του πάσχοντος και παλαίων προς το νόσημα, το κατέβαλα επί τέλους διά των φαρμάκων.

Από τινος ημιανοίκτου κοιτωνίσκου εξήρχετο στεναγμός, παράπονον πάσχοντος, αγωνία θνήσκοντος, φαντάσματος παραλήρημα: — Μάννα μου! Μάννα μου! Άλλος ναυτόπαις αυτός, ο καμαρώτος, ασυνείθιστος προς την τρικυμίαν, πρωτοτάξειδος, προσεβλήθη εις την καρδίαν κ' εξέπνεε, θαρρείς. Παρήλθον ώραι. Προσήγγιζεν ο όρθρος κ' η τρικυμία ωρύετο ισχυροτέρα.