Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


Ο δυστυχής καθηγητής ησθάνετο παραλυθείσαν πάσαν θέλησίν του, ήτο ως αυτόματον υπείκον εις την θέλησιν του Λιάκου, του οποίου η δεξιά εξηκολούθει πιέζουσα την επί της τραπέζης αριστεράν του. Ήρχισε μηχανικώς και με φωνήν τραυλίζουσαν την απαγγελίαν. Είπε την πρώτην περίοδον του Συμβόλου της πίστεως.

Η οξυδερκής μήτηρ δεν εβράδυνε να εννοήση εκ της συμπεριφοράς του Κ. Λιάκου, ότι δεν τον ηυχαρίστει μεγάλως η παρουσία των κορασίων και τα έστειλε να παίξουν, επισπεύδουσα την αμοιβήν της επιμελείας των. — Τι έχομεν πάλιν; ηρώτησεν άμα έμειναν μόνοι. Τι τρέχει; — Ποίος είπεν ότι τρέχει τίποτε; — Αι δα, ωσάν να μη σε γνωρίζω! Φαίνεται απ' εδώ έως εκεί, ότι έχεις να μου είπης κάτι σπουδαίον.

Ακολουθών την διεύθυνσιν των βλεμμάτων του Λιάκου ο Κ. Πλατέας εστρέφετο ενίοτε και αυτός προς τα οπίσω, εστρέφετο δ' ολόκληρος διά να ίδη διά μέσου των ομματοϋαλίων του τι επέσυρε την προσοχήν του σωτήρος του· αλλά τίποτε δεν έβλεπε και εκαλοκάθητο πάλιν εις το σκαμνίον συνεχίζων την ομιλίαν του. Επί τέλους ο Λιάκος είδεν ό,τι επερίμενεν.

Το μπεόπουλο πίσω σ' ένα κουφοπλατάνι δάγκανε τα δάχτυλά του και χτυπούσε τα ποδάρια του στο χώμα. Βγάζει μια φωνή τότες: — Φωτιά να τον κάψουμε τον παλιογκιαούρη!... Έτρεξαν στο περιβόλι· το μάτι του Λιάκου δεν τους έβλεπε. Κολλητά στο μύλο είταν δυο θυμωνιές απ' άχυρα. Έκοψαν πρώτα το νερό του μύλου κ' ύστερα έτσουξαν φωτιά.

Ωνειρεύθη ότι το στρώμα του μετεβάλλετο εις θάλασσαν, το προσκέφαλόν του εις καρχαρίαν, ότι εβυθίζετο έχων την κεφαλήν εντός του στόματος του θηρίου, ότι ο καρχαρίας ελάμβανε βαθμηδόν την μορφήν της πρωτοτόκου θυγατρός του Κ. Μητροφάνους και μία φωνή, η φωνή του Λιάκου, εβόυζε καθ' όλον το μεταξύ εις την ακοήν του «Γκλαν γκλαν, αχάριστε, γκλαν γκλαν, αχάριστε

Αφού αυταρέσκως ενετρύφησε και πάλιν εις την συναίσθησιν της ελευθερίας του, εσκέφθη περί του Λιάκου και ελεεινολόγησεν από καρδίας τον σωτήρα του. — Την έπαθεν ο δυστυχής, έλεγε καθ' εαυτόν. Αλλ' ο άνθρωπος δεν είναι υπεύθυνος διά τα αισθήματά του. Δεν το ήθελε να ερωτευθή. Τώρα ευρίσκεται υπό το κράτος του έρωτος και νομίζει ότι θα εύρη την ευτυχίαν όπου την ζητεί.

Βαθμηδόν η απορία μετεβλήθη εις στενοχωρίαν. Συνέλαβε την ιδέαν μήπως... Αλλά δεν ήτο άνθρωπος να κρύπτη ό,τι ήρχετο εις τον νουν του. Εστάθη εις το μέσον του δρόμου διακόψας και τον περίπατον και την ομιλίαν του Λιάκου και στραφείς προς αυτόν, — Τι μου τα λέγεις αυτά; τον ηρώτησε. Τι μου την εγκωμιάζεις; Μη έβαλες εις τον νουν σου να μου την φορτώσης; Ο Λιάκος έμεινεν ως εμβρόντητος.

Παρεκάλεσε θερμώς τον πατέρα της να μετατρέψη την απόφασίν του, τον εβεβαίωσεν ότι δεν θέλει να υπανδρευθή, ότι άλλο δεν επιθυμεί ή να τον γηροκομήση εκείνον και ν' αναθρέψη τα τέκνα της αδελφής της. Αλλ' ο γέρων είναι αδυσώπητος. Όταν βάλη τίποτε εις τον νουν του, ετελείωσε! Του Λιάκου η γλώσσα ελύθη.

Ο Κ. Πλατέας, κεχηνώς, δεν εγνώριζε τι να υποθέση. Αλλά δεν εστράφη. Έμενεν ακίνητος, προσηλών εν σιωπή τα βλέμματα εις του Λιάκου τους οφθαλμούς, προσηλωμένους πάντοτε προς τον δρόμον. Εκ της εκφράσεώς των ενόησεν ο Πλατέας ότι το αντικείμενον της προσοχής των επλησίαζεν, αλλά δεν ετόλμα ούτε να κινηθή, ούτε να ομιλήση. — Ειπέ τίποτε, ψιθυρίζει αίφνης ο Λιάκος επιτακτικώς.

Είχεν αληθώς τας δυσκολίας της η αποστολή του Λιάκου. Τας ανελογίζετο μετ' ανησυχίας, ότε έμεινε μόνος, αναχωρήσαντος του Κ. Πλατέα. Είχε πολύ ο ίδιος συμφέρον εις την καλήν έκβασιν της υποθέσεως, ώστε εφοβείτο μη δεν θεωρηθή ως αμερόληπτος η μεσολάβησίς του, μη δεν εκληφθή ως πάντη ειλικρινής ο εκ μέρους του έπαινος του υποψηφίου γαμβρού.

Λέξη Της Ημέρας

προστρέχανε

Άλλοι Ψάχνουν