United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σημειωτέον ότι κατά τεχνοτροπίαν όχι ασυνήθη εις τον Πλάτωνα, τα πρόσωπα ταύτα δεν εισάγονται απ' ευθείας διαλεγόμενα, αλλά τα περί του Συμποσίου και των κατ' αυτό λεχθέντων διηγείται, μετά πάροδον χρόνου μακρού, προς φίλους του ο Αθηναίος Απολλόδωρος, ο οποίος πάλιν δεν παρευρέθη ο ίδιος εις το Συμπόσιον, αλλά τα ήκουσε μεν προ καιρού παρά τινος Αριστοδήμου παρευρεθέντος, τα ενθυμείται όμως καλά, διότι προσφάτως είχε λάβει αφορμήν να τα διηγηθή εις κάποιον άλλον φίλον του.

Πάτησε ο Γκενεβέζος πρώτος και γοργά κάθισε στη σέλλα. Μα δεν έγινε το ίδιο και με τον Περαχώρα· χοντρός κι αδέξιος ο καθηγητής μόλις ανέβηκε στο γόνα του Αριστόδημου έγειρε να πέση. Από το φόβο του όμως άπλωσε τα χέρια όπου τύχη κι αρπάχτηκε απ' τα μαλλιά του αρχαιολόγου. Εκείνος τον αγκάλιασε σφιχτά, τον σήκωσε ψηλά και τον απίθωσε στη σέλλα.

Μα κι ο μηχανικός κ' οι σκαφτιάδες ήταν ξένοι κι απόξενοι. Του Αριστόδημου το πρόσωπο αγρίεψε. — Είνε ατιμίες αυτές! να που στο λέω· είνε ατιμίες!.. Θα τρέξω· θα το φωνάξω ολούθε... Είνε ατιμίες τα όσα μου κάνεις· με κλέβεις!... φώναζε κουνώντας περαδώθε τα χέρια και τρέμοντας ολόκορμος. Ένας εργάτης σήκωσε τα μάτια και τον κύτταξε προσεχτικά.

Θα σας ειπώ λοιπόν τα ουσιωδέστερα και όσα μου εφάνησαν περισσοτέρων αξιομνημόνευτα από τους λόγους του καθενός. Πρώτος λοιπόν, όπως σας είπα, κατά την αφήγησιν του Αριστοδήμου πάντοτε, ήρχισεν ο Φαίδρος ως εξής περίπου: ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΦΑΙΔΡΟΥ

Ήτο δε ο Θήρας ούτος Καδμείος την καταγωγήν και μητρικός θείος του Ευρυσθένους και του Προκλέους, υιών του Αριστοδήμου. Όντων δε των παίδων τούτων εισέτι ανηλίκων, ο Θήρας επετρόπευε την βασιλείαν της Σπάρτης.

Μα δεν τόκαναν με όρεξή τους. Όταν βρίσκονταν μακρυά από ταφτί του Αριστόδημου, δεν έπαυαν να κοροϊδεύουν τη δουλειά τους και να κλαίνε τη μοίρα τους. — Μα το σταυρό, μου φαίνεται πως κατάντησα χοίρος· έλεγε σήμερα ο Μπαλαούρος με σιχασιά στο διπλανό του. Τι οργή Θεού είν' τούτη, μωρέ παιδί! τι οργή Θεού!... — Τι χοίρος; δε λες γουρούνι, συμπέθερε! Γουρούνι και κάτι χειρότερα.

Και σκέφτηκε μόλις τελειώση τα βιβλία του Αριστόδημου να τραβήξη για το σπίτι της Ελπίδας. Ήξερε πως εκεί δε θα βρη ούτε βιβλία ούτε χερόγραφα. Μα πίστευε πως η κόρη με την ανοιχτή καρδιά της θα τον γνώριζε άσφαλτα με την ψυχή των Ευμορφόπουλων. Όχι του περασμένου καιρού τους Ευμορφόπουλους παρά τους τωρινούς.

Μα εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα η Ελπίδα με το νυφιάτικο φόρεμά της, λάμποντας όλη από χαρά και νιάτα. — Τι πάθατε; είπε χαμογελώντας· απ' όξω σας ακούνε· δεν ντρεπώστε!... — Να, άκουσέ τον κ' εσύ! είπε ο Δημητράκης αφίνοντάς τους. Η Ελπίδα σαν άκουσε το θέλημά του Αριστόδημου στάθηκε αποσβολωμένη. Μπα ντροπές μας!

Αλλ' όμως και τον Σωκράτη ερώτησα διά μερικά πράγματα εξ όσων ήκουσα παρ' εκείνου, εσυμφώνει δε και αυτός με την αφήγησιν του Αριστοδήμου. — Μα τότε λοιπόν, μου λέγει, τι κάθεσαι και δεν μου τα διηγήσαι; Ο δρόμος που έχομεν να κάμωμεν έως το άστυ είνε περίστασις καταλληλοτάτη και διά να μου τα διηγηθής και δι' εμέ να σ' ακούω. Και έτσι βαδίζοντες ηρχίσαμεν την περί του αντικειμένου αυτού ομιλίαν.

Θα συμμορφωθώ με την παράκλησίν σου, είπεν ο Ερυξίμαχος, κατά την αφήγησιν του Αριστοδήμου πάντοτε· διότι και ο λόγος σου πολύ μου άρεσε. Και αν δεν ήξευρα πόσον δεινοί εις τα ερωτικά είνε και ο Σωκράτης και ο Αγάθων, πολύ θα εφοβούμην μήπως δεν θα έχουν τι να ειπούν έπειτα από τα πολλά και διάφορα που ελέχθησαν. Τόρα όμως δεν φοβούμαι.