United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον φώναξε όμως μια γνώριμη φωνή: ήταν η νεανική φωνή, λίγο λαχανιασμένη όμως, ενός αγοριού που κατοικούσε πλάι στο σπίτι των Πιντόρ. «Μπαρμπα- Εφισέ, μπαρμπα- Εφισέ!» «Τι τρέχει, Τζουαναντό; Είναι καλά οι κυράδες μου;» «Ναι, είναι καλά, μου φαίνεται. Με στέλνουν μόνο για να σας πω να γυρίσετε αύριο νωρίς στο χωριό, γιατί θέλουν να σας μιλήσουν.

Όχι, όχι, είπεν η Κεριστάνη, ζωοτροφία δεν θέλει σου λείψει· αύριον θέλεις έχει περισσότερον από την χρείαν σου, επειδή τούτην την νύκτα εσείς θέλετε πλακώσει τους εχθρούς σας, και θέλετε τους κατακάψει εις κομμάτια και θέλετε κυριεύσει όλες των τες ζωοτροφίες, και θα γυρίσετε εις την βασιλεύουσαν νικηταί και τροπαιούχοι.

Αχ μη με υστερής από την αδελφήν σου, σε εξορκίζω, διατί φοβούμαι μην αλλάξετε την γνώμην σας, και δεν γυρίσετε πλέον να σας ιδώ, και με κάμετε να αποθάνω από την θλίψιν μου· πήγαινε του λόγου σου, και άφησε εδώ με εμένα την Κατηγέ, και σε καρτερούμε έως που να γυρίσης. Ας είναι, του είπεν η Φατμέ· διά να σε υπακούσω κάμνω καθώς ορίζεις.

Θέλω να φύγη απ' εδώ αμέσως ο Ρωμαίος· ειδέ, αν μείνη κ' ευρεθή, θα ήν' υστερινή του η ώρα οπού ευρεθή! — Το πτώμα του Τυβάλτη σηκώσατέ το απ' εδώ, κι’ ας γείνη όπως λέγω. Όποιος φονέα συγχωρεί, τον φόνον προστατεύει! Θάλαμος εν τη οικία του Καπουλέτου. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Πίσωτου Φοίβου την σκηνήν γυρίσετε τρεχάτα, ω άλογά του σεις γοργά, φλογοκαλιγωμένα!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Κακόν πώς ημπορώ να λέγω διά τον άνδρα μου, εγώ; Κακόμοιρέ μου άνδρα, ποιος τ' όνομά σου το καλόν θα 'πή, αφού μονάχη, τριών ωρών γυναίκα σου, εγώ σου το ξεσχίζω; Πλην τον Τυβάλτην διατί, κακέ, να τον σκοτώσης; Διότι θα εσκότονε τον άνδρα μου εκείνος· Ανόητά μου δάκρυα, γυρίσετε οπίσω.

Αν πάθουμε αυτό το κακό που λέωκαι σας βεβαιώνω πως θα προσπαθήσουμε να μην το πάθουμετι θα κάμετε, παρακαλώ ; Θα ραντίσετε με λίγα δάκρυα τους τάφους των Ευμορφόπουλων και θα γυρίσετε στο άλλο πλευρό. — Αχάριστε! του φώναξε με αγανάχτηση ο Αριστόδημος σφίγγοντας τα δόντια του. Σ' αυτούς τα λες που μας αγαπούνε τόσο; — Κακομοίρη! τι αγαθός που είσαι! είπε ο Δημητράκης με λύπη.