United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Ο Μάχτος;. . . είπε διστακτικώς η Αϊμά δεικνύουσα τον υπό τον πνιγμόν του Τρέκλα εκπνέοντα. — Δεν είνε ο Μάχτος, είπεν ο άνθρωπος εκείνος. Ποίος σοι τω είπεν; Η Αϊμά ανέπνευσεν. — Υπάγωμεν, Αϊμά, επανέλαβεν ο υψηλός άνθρωπος. Και έσυρε την νέαν μεθ' εαυτού. Αύτη δεν είχεν ουδέ δύναμιν ναντιστή. Άλλως δε αι τοιαύται συγκινήσεις την είχαν νεκρώσει. Εν τούτοις πριν ή κάμη βήμα εδοκίμασε να είπη·

Δι' εκείνον πού απολαύει εξαιρετικής υπολήψεως, είναι αισχρότερον να επιβάλλεται με εύσχημον απάτην παρά με φανεράν βίαν· διότι αύτη μεν επέρχεται δικαιολογούσα τας πράξεις της διά την ισχύν την οποίαν έδωκεν η τύχη, εκείνη δε παρουσιάζεται δεικνύουσα πνεύμα επίβουλον και ποταπόν. Τόσην πολλήν περίσκεψιν έχομεν περί των τοιούτων τα μέγιστα εις ημάς συμφερόντων.

Μια βραδυά είν' αυτή. Η Γιάνναινα σχεδόν συνεκινήθη από τον ταπεινόν τρόπον του Βαγγέλη, αλλά δεν ήθελε να το δείξη· ίσως επειδή ενόμιζεν ότι δεν αρμόζει εις μίαν οικοκυράν, όπου έχει σπήτια κ' ενοικιάζει, να φαίνεται δεικνύουσα συμπάθειαν προς εκείνους οι οποίοι «δεν έχουν στον ήλιο μοίρα», καθώς κάμνουν άλλαι γυναίκες του δρόμου. — Τι να κάμουμε, πλέον!... είπε με στρυφνόν τρόπον.

Η κυρία έκαμε μομφασμόν δυσαρεσκείας, μετά περιφρονήσεως βλέπουσα τον επίτροπον. Ήδη προσήλθεν εκεί και ο κ. Δήμαρχος. — Κύριε Δήμαρχε, τι ζητεί αυτός ο κύριος εδώ; Είπε μία των κυριών διά του ριπιδίου της δεικνύουσα τον κυρ- Μανωλάκην. — Ζητώ, κύριε δήμαρχε, να εφαρμόσω . . . τα έθιμα.

Ακόμα, ακόμα λίγο, είπεν η Λιαλιώ. Ο ίσκιος που ρίχνουν εκείνα τα νησιά, δεν αφήνει να φανή καλά πέρα-πέρα... Μόνο τη Δέρφη βλέπω. — Η Δέρφη είνε μέσα, είπεν ο νέος δεικνύων την Εύβοιαν, προς μεσημβρίαν. — Ημείς Δέρφη το νοματίζουμε το ψηλό βουνά της πατρίδος μου, αντείπε το Λιαλιώ, δεικνύουσα προς ανατολάς. Και πάλιν επανέλαβε το άσμα της, παραλλάσσον κατά μίαν λέξιν·

Να, εδώ είνε τα γράμματα, που γράφουν τη μοίρα μας, είπε δεικνύουσα τα ιερογλυφικά εκείνα σημεία της συναρμογής του μετώπου· εδώ είνε γραμμένο όλο το ριζικό μας. « Έπαθα, τάπαθα· τα μέλλω πάθω;» — Τι θα πη αυτό, μητέρα; ηρώτησεν η Ευθαλία. — Αυτό θα πη, κορίτσι μ', ξέρουμε τα όσα πάθαμε, μα δεν ξέρουμε τι μας μέλλει ακόμας.

Αι ολίγαι τοιχογραφίαι είχον φθαρή από την υγρασίαν, και τα πρόσωπα των Αγίων δεν διεκρίνοντο πλέον. Μόνον δεξιόθεν του χορού υπήρχε μία τοιχογραφία παριστώσα τον Άγιον Ιωάννην τον Πρόδρομον μαρτυρούντα τον Χριστόν. «Ίδε ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Το πρόσωπον και η χειρ του Βαπτιστού, τεινομένη και δεικνύουσα, διεκρίνοντο οπωσούν καλώς.

Και ο αγέρωχος μην, ήρχισε να ζητή μέσον εκδικήσεως, ενώ χάλαζα ογκώδης μετά σφοδρού ανέμου εξηκολούθει δεικνύουσα εις τους ανθρώπους την οργήν αυτού, πάντες δε εψιθύριζον με απορίαν: — Να ο γέρω Μάρτης· τώλπιζες τόρατα υστερνά του να φερθή έτσι; Αλλά δεν ανησυχούν και πολύ.

Και αυτή τι την έχεις; επανέλαβεν η γυνή δεικνύουσα την Αϊμάν. — Είνε κόρη μου. — Σαν άρρωστη μου φαίνεται, είπεν η φιλοπράγμων γυνή. Ο Πρωτόγυφτος εμυρμύρισε·Πάμε, Αϊμά. Και λαβών εκ της χειρός την νέαν προυχώρησεν, όπως αποφύγη τας φορτικάς ερωτήσεις της γυναικός εκείνης. Αύτη ηκολούθησεν αυτούς, ανυπόδητος και με την ηλακάτην όπως ήτο, βαδίζουσα τριάκοντα βήματα όπισθεν αυτών.