United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθώς μήτε το διακονικό δεν καλοξέρουμε πού βρίσκουνταν, δηλ. το μέρος που παραστέκουνταν κι ο αυτοκράτορας κι ο πατριάρχης σα δεν καθίζανε στο θρόνο τους. Στολισμένη καθώς ο άμπωνας με χρυσάφι, με σαρδονύχι και με ζαφείρι, είταν κ' η σολέα , ο καγκελωτός ο περίγυρος για τους κληρικούς και τους ψάλτες, μεταξύ άμπωνα κι Αγιοβήμα, μα κάτι πιο σιμά στ' Αγιοβήμα.

Και τέτοιος άλαλος ποιος είταν τότες παρά ο Γρηγόριος; Τον προσκαλέσανε λοιπόν από τη Ναζιανζό, εκεί που τον είχαμε αφησμένο, και δέχτηκε. Ήρθε στην Κωσταντινούπολη, τον αποδέχτηκε κάποιος του συγγενής, κι αμέσως του άνοιξαν παρακκλήσι και τονόμασαν της Αγίας Αναστασίας. Αυτό το παρακκλήσι έγινε μεγαλόπρεπη εκκλησιά κατόπι. Απ' αυτής της εκκλησιάς τον άμπωνα πρωτολάλησε μέσα στην Πόλη ο Γρηγόριος.

Και το συμπέρασμα, πάντα ελπίδα, πάντα παρηγοριά, πάντα πιο καλότυχα υστερνά. Καθώς θυμούμαστε, ήρθε τέλος η βασιλική η συχώρεση. Φτάνουν οι ταχυδρόμοι στην Αντιόχεια με τα νέα, και ανεβαίνει ο Χρυσόστομος στον άμπωνα και με λόγια ολόχαρα σκορπάει του λαού τη θλίψη. Όρια δεν είχε η χαρά τους και τελειωμό δεν είχαν τα πανηγύρια τους.

Ολονυχτίς κουλουριασμένος εκεί αποκάτω ο ίσια με τα χτες παντοδύναμος Ευτρόπιος· το ίδιο και σαν ξημέρωσε, και γέμισε η Μητρόπολη κόσμο, κι άρχισε η ακολουθία, κ' ήρθε η ώρα της διδαχής, κι ανέβηκε στον άμπωνα ο Χρυσόστομος κ' έβγαλε τον περίφημο λόγο του «Εις Ευτρόπιον, Ευνούχον, Πατρίκιον και Ύπατον». Ποιος δεν τα θυμάται τα πρώτα πρώτα λόγια του πολυξάκουστου εκείνου λόγου! «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης!

Της άξιζαν τα εγκαίνια που της έκαμαν τέτοιας μεγαλόπρεπης εκκλησιάς. Αλύπητα μοιράστηκαν τα δώρα τη μέρα εκείνη. Ανάστατη όλη η Πόλη ακολουθώντας τη λαμπρή συνοδιάβασιλέα, πατριάρχη, αυλικούς κι αρχόντους, από το παλάτι ως το ναό. Πρώτος ξεπέζεψε ο Ιουστινιανός και μπήκε, προχώρησε ως τον άμπωνα, δόξασε το Θεό που τέλειωσε το μέγα του έργο, και φώναξε από τη χαρά του «Σε νίκησα Σολομώντα».

Πέτυχαν καθώς είδαμε και συμμάχους τους καλόγερους και τις καλόγριες, που ζώντας ανάμεσα τους ζωή χαρισάμενη δεν τους έρχουνταν αυτό το σούσουρο κάθε λίγο απάνου από τον άμπωνα. Και σα να μη σώνανε μήτ' αυτοί, πήγανε μαζί τους κι όλοι οι ζητιάνοι της Πόλης, τάχα γιατί χτυπούσε και τη ζητιανιά ο αποστολικός ο Πατριάρχης.

Κ' εκεί ο Σιμπλίκιος, θανάσιμος εχτρός του Χρυσοστόμου, έκαμνε τόση οχλοβοή με χορούς και μ' άλλα Εθνικά πανηγύρια, που δεν μπορούσανε να λειτουργήσουνε μέσα στην εκκλησιά. Ανεβαίνει στον άμπωνα ο Χρυσόστομος και ρίχνει πάλε ταστροπελέκια του. Τι κάμνουν τότες οι εχτροί του; Πηγαίνουν και τον καταμηνούν της Ευδοξίας πως δεν τίμησε τον αδριάντα της καθώς έπρεπε.

Αυτά λοιπόν όλα σαν ήρωας τα πολεμούσε ο ασκητικός ο Χρυσόστομος με τη φοβερή του ρητορική. Κι όχι μονάχα από τον άμπωνα τα πολεμούσε, όχι μονάχα γύριζε άγριες ματιές κατά την Αυτοκρατόρισσα, όταν είχε τίποτις να της ψεγαδιάση, μόνο πήγαινε κι ατός του κ' έβρισκε τις μεγάλες κυρίες και τους τα διάβαζε στα σπιτικά τους.

Είναι αλήθεια πως τις πιώτερες τις φορές ιστορούμε την αμαρτία με τις ασκημιές της, την τιμωρία με τις τρομάρες της. Μικρό πράμα δεν είναι, να στέκεσαι απάνω στον άμπωνα και να φοβερίζης τον κόσμο. Καθώς σου είπα όμως, μιλούμε κάποτες και για τον Παράδεισο. Μα φίλε μου, είναι Παράδεισος που πρέπει τα ποδήματά σου να βγάλης και να μπης, και να είσαι και καλά καλά βασανισμένος στον κάτω τον κόσμο.