Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Λαβούσα, λοιπόν την κεφαλήν του Φρουμεντίου επί των γονάτων της ήρξατο να θωπεύη την κόμην του διά των δακτύλων και το μέτωπον διά των χειλέων της· ο δε αμνησίκακος εκείνος νεανίας, ο τοσούτον υβρισθείς, απατηθείς και καταπατηθείς, εν ακαρεί ελησμόνει και απιστίας και ύβρεις και βασάνους.
Αλλ' εκείνη συνθλιβομένη επάνω του επέμενε: — Μάντευσε. Περιέβαλε με τους βραχίονάς της τον λαιμόν του Βινικίου και διά μέσου του πέπλου της εκόλλησαν τα χείλη της επί των χειλέων του. «Νυξ έρωτος! Νυξ τρέλλας!» είπε πνευστιώσα. «Απόψε όλα επιτρέπονται· είμαι ιδική σου». Αλλά το φίλημα εκείνο υπήρξε δι' αυτόν νέα αηδία.
Πολλάκις κατά την ώραν της διασκεδάσεως, ενώ αι λοιπαί παρθένοι διεσκορπίζοντο καθ' ομίλους εις τον κήπον, φαιδρώς διαλεγόμεναι, εμπαίζουσαι τας γραίας, διηγούμεναι τα όνειρα της νυκτός, δεικνύουσαι τα γραμμάτια των εραστών, παραβάλλουσαι το μήκος των ποδών και το χρώμα των χειλέων ή της κόμης των, η Ιωάννα έμενε μόνη ως οβελίσκος εν μέσω πλατείας μετρούσα το ύψος των δένδρων και αιτιωμένη την Αγ.
Ακροαταί των λόγων Του ανά εκατοντάδας συνέρρεον περί Αυτόν, εξίσταντο επί τη διδαχή Του, και εκρέμαντο από των χειλέων Του· «εκρέμαντο απ' αυτών καθώς η μέλισσα από του άνθους, το βρέφος από του μαζού, ο νεοσσός από το ράμφος της κλώσσης.
Όσον αφορά την Λίγειαν, αύτη ήκουε εντρεπομένη και ροδαλή, ταπεινούσα τους οφθαλμούς. Αλλά μετ' ολίγον πονηρόν μειδίαμα εφάνη εις την γωνίαν των χειλέων της.
Η αναπνοή εξήρχετο ήρεμος εκ των ημιανοίκτων κοραλλίνων χειλέων, και εις το πάλλευκον πρόσωπον, όπερ έβαφεν ελαφρά ροδίνη χροιά, επεκάθητο γαλήνη. Ο σύζυγος επανέλαβε την ανάγνωσιν. Μετά ημίσειαν ώραν η νεαρά γυνή ήνοιξε τους οφθαλμούς. — Τι καλά που κοιμήθηκα! είπε. — Και όμως ήσουν εις την αρχήν πολύ ανήσυχος· επαραμιλούσες μάλιστα. — Α! και τι είπα;
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ούτως έπρεπε να γίνη, μόνος ο Αντώνιος να καταβάλη τον Αντώνιον. Αλλ' οποία συμφορά ότι το πράγμα έγινεν ούτω. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αποθνήσκω, βασίλισσα της Αιγύπτου, αποθνήσκω· θα ενοχλήσω μόνον ολίγον τον θάνατον, έως ότου επιθέσω το τελευταίον ασθενές μου φίλημα επί των χειλέων εκείνων τα οποία μυριάκις εφίλησα.
Εκ της μακράς και κατηναγκασμένης συσφίγξεως των οδόντων, είχον σχηματισθή περί τας άκρας των χειλέων της δύο ελικοειδείς ρυτίδες, ήσαν δε αύται, ούτως ειπείν, η σκιά των λέξεων, αίτινες διήρχοντο αλλά δεν εξεφωνούντο. Το στόμα διέπνεεν αντί να λαλή. Αι σκέψεις της εξητμίζοντο εις αορίστους φθόγγους και εις ανάρθρους ψιθυρισμούς, αλλ' ουδέποτε εξεφράζοντο.
Και ενώ εσκεπτόμην ταύτα, βλέπω ένα βραχύσωμον κύριον βηματίζοντα γοργώ τω ποδί, αλλ’ αντιθέτως προς εμέ, με χαμηλόν ταξειδιώτου σκούφον επί κεφαλής, με οφθαλμούς ηδονικώς προσηλωμένους εις το άκρον του χονδρού αυτού σιγάρου, το οποίον εβύζανε κρατών, ως μοι εφάνη, διά τε των χειλέων και των οδόντων του. — Κάπου είδον αυτόν τον κύριον! — είπον κατ' εμαυτόν, και ητοιμάσθην να χαιρετήσω.
Επί της μιας όψεως απετυπούντο οι υψηλόφρονες ωραίοι χαρακτήρες του Αυτοκράτορος Τιβερίου. Με όλον το πονηρόν σκώμμα επί των χειλέων Του· επί της ετέρας ο τίτλος του P o u t i b e n M a n i m o u s. «Τίνος η εικών αύτη και η επιγραφή;» Τους ηρώτησε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν