United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τον καιρόν που οι φίλοι εχαίροντο, έρχεται η μάνα της νύμφης και την παίρνει από το χέρι και εμίσευσαν από εκεί. Έπειτα από ολίγον έρχεται ο Μουφάκ και με παίρνει και εμένα, και με φέρνει εις ένα χοντζερέ πολλά εύμορφα στολισμένον εις τον οποίον ήτον ένα κρεβάτι στολισμένον με χρυσά παπλώματα και τριγύρω του πολλές λαμπάδες αναμμένες.

Σεντόνια βαμπακομέταξα νυφικά, παπλώματα μυριόπλουμα και μυριοκόλλητα, μαντιλάκια στο μάγκανο χρυσοκεντημένα, κάλτσες λευκοβάμπακες, καπνοσακκούλες μετάξι πλεγμένες πολυχρωμάτιστες, ζώνες, πουκάμισα μπιμπιλωτά, φαρδομάνικα και φαρδόλαιμα, βρακοζώνες αντρίκιες και γυναικίσιες, άλλα για λόγου της, άλλα για το γαμπρό και για τους συμπεθέρους, — τι δεν έκρυβε το προικοσεντούκι της φτωχής, μα νοικοκυρεμένης Ασήμως.

Στρώματα, και παπλώματα, και κηλίμια, επιμελώς διπλωμένα, προσκέφαλα, σινδόνια, σωρεύονται ευτάκτως και κοσμίως κατά τον τοίχον, παρά μίαν γωνίαν του θαλάμου, καλύπτονται με μεταξωτήν σινδόνα, και επιστέφονται με δύο προσκεφαλάδες με μεταξωτά περιβλήματα. Αυτή είνε η τέμπλα. Αφού έφθασε με τα βιολιά ο κουμπάρος, ήλθαν και οι καλεσμένοι, ύστερον οι παππάδες, και ήρχισεν η τελετή.

«Κι' όσοι δεν έχουν στρώματα κρεββάτια και παπλώματα, θα κάνουνε το μπάνιο τους κι' αυτοί χωρίς παράδες, και θα τραβούν να κοιμηθούν στους σκυλλοτομαράδες Κι'αν μέσ' στο κρύο να τους κλειούν την πόρτα τώβρουν νόστιμο, τρία γερά γουναρικά να δίνουνε για πρόστιμο». ΒΛΕΠΥΡΟΣ Λαμπρά, μα τον Διόνυσο! Δεν θάχε ν' αντικρούση κανένας τέτοια πρότασι, που έτυχε ν' ακούση.

Συλλογιέσαι το γλέντι, και δεν πάει ο νου σου στα χάλια της δόλιας αυτής αρχόντισσας, που έχει μαθές ψυχή κι αυτή. Χίλια μεταξωτά σεντόνια και παπλώματα δεν τη σκεπάζουν την πίκρα του χωρισμού. Πιπ. Το βόλεψαν κι αυτό και μη σε μέλη. Όλα τάκουσα και τα ξέρω. Να τα είχα ταυτιά μου στο μαγερειό, σαν έφυγαν τα παιχνίδια.

Θέλεις τίποτε, Γιώργη μου, Λίγο νεράκι να βρέξης ταχείλι σου; Πες μου, Γιώργη μου. — Τίποτα! Άσε με να ησυχάσω... Έκλεινε τα μάτια του κ' έπεφτε σε βύθος. Το στήθος του τότε ανεβοκατέβαινε σα φυσαρμόνικα, το κορμί του σπαραζότανε, τα χέρια του τινάζονταν όξω απ' τα παπλώματα. Έπειτα τον έπιανε το παραμιλητό. Λόγια, ονόματα, φωνές χωρίς νόημα.

Πολύ άσχημα, απεκρίθη η βασιλοπούλα. Δεν έκλεισα μάτι όλην την νύκτα. Δεν ηξεύρω τι είχε το κρεβάτι μου. Όπως και αν εγύριζα εις το στρώμα, μου έμβαινεν εις το σώμα μου ένας σκληρός βώλος. Είμαι όλη μελανή ακόμη! — Αμέσως τότε εκατάλαβαν ότι ήτο τω όντι αληθινή βασιλοπούλα, αφού μέσα από είκοσι στρώματα και είκοσι παπλώματα την επόνεσε το ρεβίθι.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Τρομερέ, δεν επαίρομαι, και δεν καταφρονώ σε, ούτε ξενίζομαι πολύ· καλά σε ξεύρ' ως ήσουν, 175 καράβι ότε μακρύκουπο σε πήρε απ' την Ιθάκη. αλλ' έξω από τον θάλαμο, βυζάστρα, να του στρώσης την στερεωμένη κλίνη του, 'που 'χε ποιήσει εκείνος· κ' έξω αφού μεταφέρετε την στερεωμένην κλίνη, προβειαίς, παπλώματα λαμπρά, και χλαίναις, να μη λείψουν». 180