Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Πλην συνηθίσας εις τας τρικυμίας, δεν ηδύνατο κατ' αρχάς να ζήση εν τη ξηρά. Έχασε τον ύπνον. Μόλις παρήρχετο το μεσονύκτιον, ηγείρετο και ήρχιζε τα τσιγάρα, μεταβαίνων εις την αίθουσαν του οίκου του και παρατηρών εκ του παραθύρου αν ήνοιξε κανέν καφενείον. — Αυτό δεν είνε ζωή! Εμουρμούριζεν. Εκοιμάτο, έτρωγεν, έπαιζε πρέφα, έτρωγε και πάλιν εκοιμάτο. Κατελήφθη υπό μελαγχολίας.
Όταν δε ευρέθημεν εντός του κήτους, κατ' αρχάς ήτο σκότος και δεν εβλέπαμεν τίποτε• έπειτα δε το κήτος ήνοιξε το ρύγχος του και εις το φως το οποίον εισέδυσεν είδαμεν ότι το εσωτερικόν του θαλασσίου θηρίου ήτο τόσον πλατύ και υψηλόν, ώστε να δύναται να περιλάβη πόλιν ολόκληρον.
Ούτω η αγάπη ήνοιξε δι' απλής επιψαύσεως τας ογκουμένας εκείνας πηγάς της μετανοίας, τας οποίας η καταφρόνησις θα ετήρει κλειστάς διά πάντοτε! Ουδέν συμβεβηκός της θριαμβευτικής πορείας Του ηδύνατο να δώση εις τον Κύριόν μας βαθυτέραν και αγιωτέραν χαράν.
Γράψας εις πάπυρον ό,τι ήθελε, συνεκάλεσε τους Πέρσας εις συμβούλιον, ήνοιξε το γράμμα και το ανέγνωσεν· ανήγγελλε δε το γράμμα ότι ο Αστυάγης τον διώρισεν αρχηγόν των Περσών. «Τώρα, είπε, σας διατάττω να συναθροισθήτε και να φέρετε έκαστος έν δρέπανον.» Τοιαύτη ήτο η διαταγή την οποίαν έδωκεν εις τους Πέρσας.
Τότε ήνοιξε το στόμα του το μικρόν παιδίον και είπε: «Διατί αυτός ο άνθρωπος στέκεται εκεί; Δεν θα έλθη και αυτός να φάγη μαζύ μας;» Και τούτο τόσον πολύ ετρόμαξε τον Επίσκοπον, ώστε αμέσως εξύπνησεν.
Η όρεξις των δύο συντρόφων μου ήνοιξε και την ιδικήν μου, ο δε άρτος και αι ελαίαι του Παντελή και η έμφυτος φαιδρότης της απλοϊκής ψυχής του εστερέωσαν το επί στιγμήν κλονισθέν φρόνημά μου. Εντός ολίγου η συνοδία μας ετέθη εκ νέου εις κίνησιν.
Ενθυμούμην σκηνάς της παιδικής μου ηλικίας• ενθυμούμην ότε μας ήνοιξε την θύραν επιστρέφοντας εκ Σμύρνης, και την χαράν ήτις τότε επλημμύρησε την καρδίαν μου, ότε μετά τοσούτων ετών απουσίαν την επανείδα• ενθυμούμην ένα σωρόν περιστατικών των τελευταίων δυστυχών επί της Χίου ημερών, η δε μορφή της συνείχετο με τας αναμνήσεις μου πάσας, και η φωνή της, η φαιδρά της φωνή, μου εφαίνετο αντηχούσα εις τα ώτα μου.
Ήνοιξε την στενόμακρον κασσέλλαν του με έν τερπνόν γλυκοκελάδημα περιστρέψας την μικράν κλείδα εις την μουσικόκρουστον κλειδαριάν της, εξήγαγε μερικούς ξηρούς καρπούς, οίτινες απέκειντο εκεί, της συζύγου του δώρα, του χωρίου του γλυκείαι αναμνήσεις, καρύδια και σύκα και κυδώνια· και παραθέσας αυτά εκάλεσε τους ναύτας: — Ξεκουρασθήτε, βρε παιδιά, τώρα.
Και λαβών κάτωθεν της μασχάλης του σακκίδιον πλήρες ταλλήρων, κατήνεγκεν επ' αυτού βαρύν τον γρόνθον του. Η πτωχή Μαριώ έγεινε κάτωχρος. Ησθάνθη διά μιας λυόμενα τα γόνατά της· ήνοιξε το στόμα της να ομιλήση . . . αλλά πού φωνή! Ενόμισεν ότι ο λάρυγξ της είχε καταβή διά μιας εις τα βάθη του στήθους της . . Ευτυχώς δεν ήτο φύσις αβρά, ην ηδύνατο να νικήση επί μακρόν η συγκίνησις.
Απεφασίσθη να υπάγη ο Παγώνας, όστις άλλως είχεν αφήσει δεμένον τον όνον του έξωθεν του μύλου, και δώση απλήν είδησιν εις την Αφέντραν, και της είπη ότι μετά δύο ώρας ακόμη θα κατήρχοντο ο σύζυγός της και η μήτηρ της διά να εξυπνήσωσι τα δύο τέκνα και οδηγήσωσι ταύτα και την μητέρα των εις την Παναγίαν διά να λειτουργηθή. Η Αφέντρα εσηκώθη και ήνοιξε την θύραν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν