United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέλος διά τινων στενωπών ακόμη έφθασαν εις την οικίαν του γαμβρού της. — Γιωργό; λέγει αίφνης η Μιλάχρω τρέμουσα. Γλέπ'ς φέξο; — Δε γλέπω! απήντησεν ο Μπάρμπα Δήμαρχος. Σκότος βαθύ τωόντι εβασίλευεν εις όλα τα παράθυρα της οικίας του Στεφανάκη. — Κοιμούνται τάχα! Εψιθύρισε μετά δειλίας η Μιλάχρω. Ανέβησαν την κλίμακα. Φως ουδέν.

Ο δε Στεφανάκης πάλιν διά να λησμονηθή η τόση απονιά του προσεπάθει να πείση την κυρά-Μιλάχρω λέγων ότι το είχε σε 'ντροπή του να μη πάρη και αυτός λίγο μέτρημα, αφού όλοι παίρνουν· έπειτα μήπως, κυρά Μητέρα, της έλεγε, μαζύ δεν θα τα φάμε τα φλωριά; Μετ' ολίγας λοιπόν ημέρας, μετά τα Φώτα, αφού ηγιάσθησαν και τα νερά, εγένετο ο γάμος του Χρυσού και του Στεφανάκη.

Η Μιλάχρω μετά της κόρης επήγαιναν νύκτα-νύκτα εις το αμπέλι να συνάξουν λάχανα και να ξεσκάσουν μετά την άρνησιν πάλιν του «στερημένου», όστις έχων τα βιολιά όλην την ημέραν εχόρευεν εις το καφενείον του μόνος του, διότι οι φίλοι του ήρχισαν να τον εγκαταλείπουν διά την διαγωγήν του αυτήν και να τον ειρωνεύωνται. — Το προικιό σ' είν' αυτό, Στεφανάκη;

Καλά παιδί μ', καλά! Διέκοψε πάλιν η πραεία φωνή. — Καλά που τώμαθα κ' ήρθα. Αλλέως δεν ξέρω τι θα γίνουνταν! Επανέλαβε πάλιν η ωργισμένη φωνή του Στεφανάκη, ελέγχοντος την Θεια- Σταματίτσα. Η φλοξ του φούρνου δεν κατακαίει τόσον σκληρώς τους χλωρούς πρίνους, όσον τώρα οι λόγοι αυτοί οι άγριοι του ασπλάγχνου Στεφανάκη ακουσθέντες κατέκαυσαν την καρδίαν της Μιλάχρως.