United States or Montserrat ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η νέα ησθάνθη σκοτοδίνην, εκάθισεν εις το μέσον της οδού, κατεβίβασε τρέμουσα το κάνεον από της κεφαλής της, και προσεπάθει να επίσχη το ρέον αίμα. Ιδόντες το πάθημα οι παίδες ετράπησαν εις φυγήν και ήρχισαν να επιρρίπτωσιν εις αλλήλους την μομφήν του αδικήματος. Εν τούτοις παροδίτης τις εσπλαγχνίσθη την κόρην κλαίουσαν, και ήλθε πλησίον αυτής. — Τι έχεις μικρά; τη είπε.

Η Γύφτισσα ανήψε φως και είδεν ότι το πράγμα εκείνο ήτο κάνεον πλήρες ασπρορρούχων. Φαίνεται ότι η γυνή εκείνη, ήτις είχεν αρπάσει το κάνεον εκ των χειρών της Αϊμάς, ενόμισε καλόν ν' αποδώση διά νυκτός το αφαιρεθέν πράγμα. Τον δε Μάχτον είχε κατορθώσει ευχερώς η Αϊμά να παροξύνη και να καταπραΰνη, ότε επανήλθον αμφότεροι την εσπέραν εις την καλύβην.

Η Αϊμά, χωρίς ν' αναγγείλη εις την Γύφτισσαν, είχε φορτωθή προ δύο ωρών κάνεον πλήρες φορεμάτων και απήλθεν εις τον αιγιαλόν, σκοπούσα να πλύνη αυτά εις το αλμυρόν ύδωρ και ακολούθως να τα &ξεγλυκάνη&. Αλλ' ετιμωρήθη διά την καλωσύνην της.

Ότε είχε τελειώσει το έργον και φορτωθείσα εκ νέου το κάνεον επανήρχετο εις τα ίδια, οι παίδες του δρόμου, ζητούντες διασκέδασιν, εύρον τοιαύτην εις το να λιθοβολώσι το κάνεον επί της κεφαλής αυτής, αμιλλώμενοι τις να φανή δεξιώτερος σκοπευτής. Ατυχώς λίθος τις εκτύπησε την Αϊμάν εις το μέτωπον.

Μεγάλο ξαφνικό να σ' ευρή και κακό μαντάτο να σούρθη, να κρένεσαι και να καίεσαι και μερωμό να μην έχης, όσο σου έκλεψα εγώ ρούχα. Ναι. Η Αϊμά είχεν εγερθή και ο άνθρωπος εκείνος ηθέλησε να φέρη αυτός το κάνεον. Εν τούτοις η νέα δεν επείσθη και έλαβε το κάνεον υπό την μασχάλην της. Την αυτήν στιγμήν συνήντησε την γραίαν, ήτις έκρωζε τας ανωτέρω βλασφημίας. Ήτο δε αύτη η γνωστή Εφταλουτρού.

Εν τω μεταξύ η νέα γυνή είχεν αρπάσει από των χειρών της Αϊμάς το κάνεον με τα ενδύματα και έφυγεν. Η παιδίσκη διατελούσα εν σκοτοδίνη δεν ηδυνήθη ναντιστή, ουδ' απεπειράθη τούτο. — Έτσι δα, αρχοντοπούλα γύφτισσα, έκραξε μανιώδης η γυνή. Μου τα πήρες, σου τα παίρνω. Είμεθα ίσα ίσα. — Πώς παίρνεις τα ρούχα; έκραξεν ο ξένος ορμήσας να αρπάση το κάνεον.