United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Χαδούλα μετά χαράς έλαβε τα τέσσαρα φυτά εις τας χείρας, αλλ' όταν τα εκύτταξε, είδεν, ω φρίκη! ότι ήσαν τέσσερα μικρά κεφάλια ανθρώπινα νεκρικά . . . Ανεταράχθη, εσκίρτησεν, είπε «Κύριε Ιησού Χριστέ! . . . » Πάλιν απεκοιμήθη.

Άλλη το επήρε από τα χέρια του ξένου, άλλη το μεταφέρει εκεί κάτω, εις το μέγαρον. Η δε μαρκησία! Τα χείλη της, τα ωραία της χείλη, τρέμουν. Τα μάτια της είναι φουσκωμένα από δάκρυα, τα μάτια εκείνα, τα οποία όμοια προς την άκανθον του Πλινίου είναι και γλυκά και υγρά. Ναι! τα μάτια της είναι φουσκωμένα από δάκρυα. Η γυναίκα όλη εσκίρτησεν εις τα βάθη της ψυχής της, το άγαλμα έδωσε σημείον ζωής!

Αλλ' η μεν Εβραία εσκίρτησεν εκ της χαράς εις το πρώτον σκίρτημα του τέκνου της, η δε Ιωάννα αφήκεν υπό της ταραχής να πέση το ποτήριον, το όποιον έφερεν εις τα χείλη της, και ενώ οι σύνδειπνοι επευφήμουν εξηγούντες ως καλόν οιωνόν τον χυθέντα οίνον, έτρεξεν εκείνη εις τον θάλαμον της, όπου κλεισθείσα ήρξατο να κλαίη την συμφοράν της.

Ήτο αγαθός ανήρ ο αυθέντης του Γεώργη, και ο Γεώργης το ησθάνθη την στιγμήν εκείνην. Του εφάνη, δεν ηξεύρω πώς, ότι η χειρ του πατρός του κατήρχετο αοράτως επί της κεφαλής αυτού και τον εθώπευεν. Η καρδία του εσκίρτησεν εξ αγάπης και ευγνωμοσύνης, και θαρρήσας ανέβλεψε προς τον κύριόν του και τω είπεν·Αυθέντη,. . . . ήθελα να σας ζητήσω μίαν χάριν. — Τι θέλεις, παιδί μου;

Η ερώτησις αύτη έγεινε με φωνήν μάλλον ευπροσήγορον, και η Λίγεια εσκίρτησεν εξ ελπίδος. — Αυγούστα, είπε, τείνουσα τας χείρας, ο Καίσαρ θέλει να με δώση ως δούλην εις τον Βινίκιον. Αλλά θα μεσολαβήσης δι' εμέ και θα με αποδώσης εις την Πομπωνίαν . . . — Λοιπόν ο Πετρώνιος παρεκίνησε τον Καίσαρα να σε αναλάβη από τον Άουλον δια να σε παραδώση εις τον Βινίκιον;

Ήτο ενδεδυμένη με μανδύαν εξ αμαυρού ερίου, ως κόρη του λαού· αλλ' όμως ο Βινίκιος δεν την είχεν ιδεί ποτέ ωραιοτέραν, και παρ' όλην την ταραχήν του αντελήφθη την αντίθεσιν, την οποίαν παρουσίαζε το ένδυμα εκείνο το σχεδόν δουλικόν με την ευγένειαν της πατρικίας εκείνης κεφαλής. Όλον το σώμα του εσκίρτησεν εξ έρωτος. Παραπλεύρως της Λιγείας ο κολοσσός Ούρσος του εφάνη μικρότερος, σχεδόν παιδίον.

Καϋμένο παιδί! του είπε, και τον περιεπτύχθη, καταφιλούσα μετά δακρύων την ακτένιστον κεφαλήν του. Πεντάρφανο απόμεινες· πάει κ' η μάνα σου. Και τον έσφιξεν εις τας αγκάλας της τόσον, ώστε ο Γεώργης δεν εύρεν αναπνοήν διά να κλαύση. — Έλα, πάμε! προσέθηκε. — Πού θα πάμε, θεία; ηρώτησεν ο ορφανός. 'Σ την Κόρθο; Και εσκίρτησεν η καρδιά του. — Όχι, Γεωργάκη μου, θάρθης να καθίσης μαζή μου.

Μίαν ημέραν, οπότε καθημένη πλησίον του έλεγεν ότι, εκτός της χριστιανικής διδασκαλίας ζωή δεν υπάρχει, εκείνος, αρχίζων να αναλαμβάνη τας δυνάμεις του, ανεσηκώθη επί του υγιούς βραχίονός του, έπειτα αποτόμως έθεσε την κεφαλήν του επί των γονάτων της κόρης και είπε: — Η ζωή είσαι συ! Τότε η αναπνοή εκόπη εις το στήθος της Λιγείας, το λογικόν την εγκατέλειψε και εσκίρτησεν όλη εξ ηδονής.

Η χειρ της προσέκοψεν εις την σανίδα, κ' έκαμε μικρόν θόρυβον. Η γραία, ήτις δεν εκοιμάτο βαρέως, εξύπνησεν. Ανετινάχθη, εσκίρτησεν. Είδε την Φραγκογιαννού ν' αποσύρη την χείρα της και ν' αποχωρή, ανεγειρομένη επί των γονάτων, οπίσω εις την θέσιν της. — Τι κάνεις; έκραξεν έντρομος η γραία. Η λεχώνα επετάχθη, ανεπήδησε. — Τι είναι, μάνα; Η Φραγκογιαννού εσηκώθη, επήρε το καλάθι της.