Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Ποτήρι φύλαε μέσα εκεί καλόφτιαστο, π' ούτ' άντρας 225 μ' αφτά άλλος έπινε κρασί, μήτ' έπιανε να στάξει αλλού θεού ποτές του εξόν του Δία του πατέρα. Το πήρε τότε απ' το κουτί, το πάστρεψε με θιάφι πρώτα, και τόπλυνε έπειτα μ' αγνό νερό οχ τη βρύση. Κατόπι νίβοντας κι' αφτός τα χέρια, το γιομίζει 230 μάβρο κρασί, και στέκεται μες στης αβλής τη μέση.

Δε γρουνίζω πως σ' αγροίκησαν πως τα πρύμισες κατά 'δω, θάρθουν τώρα να χαλέψουν. Όπου κι' αν είναι, πλάκωσαν! Ακούς κάτου, στη Σκοτ'νή Σπ'λιά, στο κακόρρεμμα, κατακεί να πάρης το φύσημά σου! Στο Κλίμα στο Μονοπάτι, στου Π'λιού τη Βρύση, εκεί, να σε πάρουν στο κοντό, δεν μπορούν να σε πιάσ'ν! Αποκεί μπορείς να κατεβής στο Γέροντα, στο Ερμητήριο, να ξαγορευθής τα κρίματά σ', καϋμένη. Τρέχα! . . .

Το αηδόνι κατέβηκε ένα κλαδί χαμηλότερα και ξαναείπε στην όμορφη χήρα: — Βλέπεις το μεγάλο δρόμο με τις ψηλές τις λεύκες; Αποκεί πήγε ο καλός σου. Πέρασε τη ρεματιά σαν αστραπή και σταμάτησε κοντά στη μαρμαρένια βρύση. Εκεί, κάτω από δυο γέρικες βαλανιδιές, είναι το σπίτι της καλής του. Η όμορφη χήρα έβαλε ένα βαθύν αναστεναγμό και σωριάσθηκε στο χώμα.

Και τότες φτάνει ο Πάτροκλος μπροστά στον Αχιλέα χύνοντας δάκρια φλογερά, σα βρύση βουρκωμένη π' απ' ορθολίθι τα θολά κατρακυλάει νερά της.

« Την άλλη μέρα κίνησα » Πήγατο Καρπενήσι. » Βλέπω του Μουσταφά-πασσά » Της Σκύδρας να ασπρίζουν » Πυκναίς σκηναίςτο Κάρλελι. » Προστάζω και χωρίζουν » Οι άλλοι μου οι σύντροφοι, » Να πάγουνετη Βρύση

Ο Χάρος μόλις πάρη τον πεθαμένο τον περνάει πρώτα από της Άρνης το βουνό· ένα βουνό θεόρατο και δασωμένο. Στη ρίζα του βουνού είνε της Αρνησιάς η βρύση που τρέχει νερό κρύσταλλο. Του δίνει και πίνει νερό και αρνιέται για μιας τους δικούς του.

Και προχωρούν, σα ζώστηκαν στου μεϊντανιού τη μέση, 685 κι' αντίκρυ σήκωσαν μαζί τους σιδερένιους γρόθους και ρήχτηκαν· χαλάζι λες κατέβαιναν οι χτύποι. Βροντούσαν τα σαγώνιά τους, βρύση παντού απ' τα μέλη έτρεχε ο ίδρος.

Και να της πης της φιλενάδας σου της Κουταλιανής να πάη να τα λέη αυτά στη Βρύση, εκεί που το θολώνουν το τρεχάμενο το νερό οι γλωσσούδες οι πλύστρες με τα βρώμικα λόγια τους. Αυτό το σπίτι χτίστηκε σε θεμέλ' αρχοντάδικα, κι αρχοντάδικη στέγη του πρέπει. Δέσπω. Παιδί μου, σε τιμώ και σε σέβουμαι για την ξακουσμένη τη φρονιμάδα σου.

Στη μέση του σπιτιού ήταν μια αυλή με μια βρύση που έτρεχε νερό μέρα-νύχτα, και οι τοίχοι ήταν όλοι από πολύτιμες πέτρες, κομμένες στο ίδιο μέγεθος, όπως τα τούβλα.

Κι απ' όλα το μεγαλήτερο το βουητό και το πιο ατέλειωτο φωνοκόπι τόβγαζαν οι γυναίκες που μαζεύουνταν κείνη την ώρα στη βρύση απέξω από το χωριό, να νεροκουβαλήσουν. Δαιμονισμένα τσιρίγματα κι ακράτητα γέλοια έπαιρνε στα φτερούγια του ο αέρας και τα σκόρπαγε στις τέσσερες άκρες του κόσμου.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν