Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Και προχωρούν, σα ζώστηκαν στου μεϊντανιού τη μέση, 685 κι' αντίκρυ σήκωσαν μαζί τους σιδερένιους γρόθους και ρήχτηκαν· χαλάζι λες κατέβαιναν οι χτύποι. Βροντούσαν τα σαγώνιά τους, βρύση παντού απ' τα μέλη έτρεχε ο ίδρος.
Ως την ακρογιαλιά κατέβαιναν οι φωνές όταν οι γέροι σφάζουνταν, οι γυναίκες κοπαδιαστά κουβαλιούντανε σκλάβες, οι άντρες αλυσόδετοι σέρνουνταν κατά τη Σπιναλόγκα, και μερικοί παπάδες, που μένανε μαζί τους για θάρρος και για παρηγοριά, δεματιασμένοι σα ξύλα ριχτότανε στη φωτιά!
Απ' όλα όμως αυτά τα θεάματα τη ζωηρότερη εντύπωση μούκαμε το μεγάλο οροπέδιο του Λασιθίου, όπου κατέβαιναν οι βορινές πλευρές τον Αφέντη. Τοροπέδιο τον Λασιθιού, πούχει μεγάλη δόξα στην ιστορία της Κρήτης, είνε χαμηλότερα του Αμαλού, αλλ' είνε πολύ μεγαλείτερο και κατοικημένο.
Και καθώς πολεμούσα να σαλέψω, ν' απλώσω τα χέρια, ν' ανοίξω το στόμα, και να φωνάξω πως τακούγω τα σπαραχτικά της τα λόγια, κατέβαιναν άλλα λόγια πιο τρομερώτερα και ταποσβόλωναν το κορμί μου.
Τα περιστέρια κατέβαιναν άσπρα σαν το χιόνι, ήμερα-ήμερα, κ' ετσιμπούσαν το σταρόσπυρο από τα χέρια των κοριτσιών. Τι χέρια, Παναγιά μου. Πιο άσπρα κι' από τα περιστέρια. Δεν ήξερες ποιο έτρωγε και ποιο τάιζε. Κ' έλεγα κ' εγώ ο χαημένος: νάμουνα περιστέρι να δίπλωνα τα φτερά μου απάνω στις πλάτες καμμιάς Βενετσάνας, να μείνω όλη μου τη ζωή εκεί απάνω!
Χοντρά δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό του, κατέβαιναν στο πηγούνι του που έτρεμε και σταγόνα σταγόνα έπεφταν στη γη. Ο Τζατσίντο τον περίμενε ξαπλωμένος μπροστά στην καλύβα. Μόλις τον είδε να ανεβαίνει με το καλάθι στο χέρι που φαινόταν να τον τραβάει προς τα κάτω παρόλο που ήταν άδειο, κατάλαβε πως τα ήξερε όλα. Τόσο το καλύτερο!
Σκουλαρήκια περίλαμπρα και μεγάλα· αρμαθιές μαργαριτάρια και διαμάντια κρεμασμένα κι από τα δυο τα μηλίγγια, που κατέβαιναν ως τα μάγουλα και λαμποκοπούσανε· στήθια και πλάτες ολομέταξη και διάφανη σκέπη· μέση περιζωσμένη με χρυσοκόλλητη και μαργαριτοσκέπαστη ζώνη· πέδιλα στα πόδια μεταξένια ή βυσσινιά χρυσοξόμπλιαστα.
Από τον κατάφυτο Ελικώνα, από της Αράχοβας τις ράχες δροσερές πνοές κατέβαιναν από τα θεόρατα ύψη του Παρνασσού απάνω, και της ασπροντυμένης πέρα Γκιόνας από το πρώιμο χιονοπωριάτικο χιόνι, κρυερό βορριδάκι ξεχύνουνταν. Στο πλάι μας σ' όλες τις σανιδένιες μπαράγκες του δρόμου οι διακόσοι νευρωμένοι κι ηλιοκαμένοι εργάτες των ανασκαφών έχαφταν μεγάλα κομμάτια μαύρου ψωμιού μ' αχόρταγη όρεξη.
Αλλ' ενώ ούτοι κατέβαιναν από καιρού εις καιρόν εις το χωριό, διά να εκκλησιάζονται και μεταλαμβάνουν, ο Μανώλης ουδέ την ανάγκην ταύτην ησθάνετο. Από την θρησκείαν διετήρει μίαν ιδέαν στοιχειώδη και αμυδράν.
Ειδεμή αλλοίμονο σε μας· θα μας είχε καταπιεί η θάλασσα. Ο Λαλεμήτρος σκάλιζε το περιβολάκι, πότιζε και τα δενδράκια και ο μπόγος γεμάτος κάθε βράδυ. Το μερδικό του δεν έλειπε απ' όλα τα καλά. Μα τα λόγια του κατέβαιναν σα φαρμάκι στην καρδιά της Ουρανίτσας. Όλη τη νύχτα τράκους και ξέρες ωνειρευότανε. Κι' ο Γιαννιός της επάλευε με το χάρο, θαλασσοπνιγότανε. Και ζητούσε βοήθεια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν