United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θυμάσαι, δόξα νάχη ο Θεός, Μυλόρδε μου, τότες που σε περνούσα από τον Ασκυφό, σαν αφήσαμε το Πρόσνερο και τραβήξαμε κατά το Κράπι κι από κείθε πήραμε τα στενά τω Σφακιών, εκείνα δα με τους πρίνους και με τα γυμνά τα βουνά κι από τις δυο τις πλευρές. — Και δεν τα θυμούμαι τα κόκκαλα τασπρισμένα στη χαράδρα μέσα; — Γεια σου! Εκεί λοιπόν πρέπει να πάμε ναρχίσουμε την ιστορία μας πρι να τη φέρουμε δω.

Οι δε Αθηναίοι ολίγον μετά ταύτα ήλθον και μετά των είκοσι πλοίων εις τον Αμπρακικόν κόλπον, διά να βοηθήσουν τους Αργείους. Ήλθεν ωσαύτως και ο Δημοσθένης οδηγών διακοσίους οπλίτας Μεσσηνίους και εξήκοντα τοξότας Αθηναίους. Ούτος δε προσαγαγών τον στρατόν πλησίον της Όλπης εστρατοπέδευσεν εκεί· βαθεία δε χαράδρα εχώριζε τους δύο στρατούς.

Εγνώριζον ότι ο Ιωχανάν εκρατείτο εκεί δέσμιος. Άνδρες φέροντες πυρσούς ανημμένους ανερριχώντο επί της ατραπού. Η χαράδρα ήτο γεμάτη από ένα μελανόν όγκον και οι άνδρες εβρυχώντο εκ διαλειμμάτων. Ιωχανάν, Ιωχανάν. — Κάμνει άνω κάτω τον κόσμον, είπεν ο Ιωνάθαν. — Αν εξακολουθήση αυτή η κατάστασις δεν θα έχομεν πλέον χρήματα, εβόουν οι Φαρισαίοι. Κατακραυγαί ηκούοντο. — Υπερασπίσου μας!

Κει κάτω, στην καλύβα, ο Τριστάνος και η Βασίλισσα κοιμώντανε σφιχτά αγκαλιασμένοι. Ξαφνικά, ο Γκορνεβάλης άκουσε το θόρυβο κοπαδιού σκυλιών: με μεγάλη ορμή τα λαγωνικά κυνηγούσαν ένα ελάφι, που είχε ριχτεί στη χαράδρα. Μακρυά, στην πεδιάδα, φάνηκε ένας κυνηγός. Ο Γκορνεβάλης τον εγνώρισε: ήτανε ο Γκενελόν, ο άνθρωπος που περισσότερο απ' όλους μισούσε ο Τριστάνος.

Βέβαια, διά να κρημνισθώμεν μέσα 'σε καμμιά χαράδρα πάγουείπεν ο Ρούντυ. «Δεν ηξεύρεις τον δρόμον καλά-καλά, και θέλεις να κάνης και τον οδηγόν;!» — Ξεύρω ακριβώς τον δρόμοείπε το κορίτσι· «και έχω και το μααλό μου κοντά μου.

Επέμενε ν' ακολουθή «τον παπά του» παντού, εις την πόλιν και την εξοχήν, εις χαράν και λύπην, εις ζωντανά και αποθαμένα. Ανέβησαν τον ανήφορον. Ο ήλιος άρχιζε να λυώνη τα χιόνια. Μικρός πολύρροχθος χείμαρρος εσχηματίζετο παντού όπου χαράδρα και μικρά κοιλάς. Μετ' ολίγον έφθασαν εις το καλύβι, όπου μία λεχώνα μήτηρ ποιμενίς έκλαιε το αγοράκι της, το οποίον δεν είχε προφθάσει να θηλάση.

Καίτοι η θέσις ακριβώς δεν δύναται να καθορισθεί μετά βεβαιότητος, η τοποθεσία εν γένει της Γεθσημανή είνε προφανής, και τότε, ως τώρα, το ωχρόν φως της σελήνης, τα φαιοπράσινα φύλλα των ελαιών, οι φαιοί αμαυροί κορμοί των δένδρων, η χαράδρα κάτω και η κορυφή του Όρους των Ελαιών άνω προς ανατολάς, και η Ιερουσαλήμ προς δυσμάς, πρέπει να υπήρξαν οι κύριοι εξωτερικοί χαρακτήρες ενός τόπου όστις θα θεωρήται πάντοτε μετ' αθανάτου ενδιαφέροντος ενόσω ο χρόνος διαρκή, ως ο τόπος εν ώ ο Σωτήρ της ανθρωπότητος εισήλθε μόνος εις την αγωνίαν του θανάτου.

Τους τηρούν οι άλλοι κοντά μας, δρόμο κι αυτοί. Τους περνούμε τότες το κατόπι, και δος του βόλι στα πισινά τους καθώς τραβούσαν κατά το μονοπάτι που πάει στ' Αποκόρωνα. Καθώς κατρακυλούσαν τα μέρη που ο λόγγος αρχινάει και στενεύει, παίρνουνε μερικοί μας δίπλα τα βουναράκια, και τρέχοντας σα λαγωνικά τους προκάνουμε ό,τι αρχίζανε και ξεμύτιζαν παρακάτω στη χαράδρα.