United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν τούτοις το τέλος των οργίων δεν ήτο εγγύς ακόμη. Οι δούλοι εξηκολούθουν να φέρουν νέα φαγητά και να γεμίζουν με οίνον τας κύλικας, τας στολισμένας με χλόην. Έμπροσθεν του ημικυκλοειδούς εφάνησαν δύο αθληταί. Αμέσως συνεπλάκησαν. Οι κορμοί των οι στίλβοντες εξ ελαίου απετέλεσαν ένα μόνον όγκον, ενώ τα οστά των έτριζον υπό την περίσφιξιν των ευρώστων βραχιόνων των.

Οι πόδες των ακίνητοι εφαίνοντο ριζώσαντες εις την γην και μόνον οι σφικτοαγκαλιασμένοι κορμοί των, συμπαγείς εις μίαν και μόνην μάζαν ανεκινούντο μικρόν, ως δύο μεγάλοι κυπάρισσοι, σφικτοδεμένοι των οποίων μόλις κατορθόνει να κινήση τα φύλλα το ορμητικόν φύσημα. Ούτω επάλαισαν επί πολύ ακόμη.

Η οδός επερνούσε από την ορμητικήν Λουτσίνην, η οποία διά πολλών μικρών χειμάρρων εξορμά από το μαύρον βάραθρον του Παγώνος του Γκρίντελβαλντ. Ως γέφυραι εδώ χρησιμεύουν ριγμένοι κορμοί δένδρων και ογκώδεις πέτραι.

Και οι κορμοί των δέντρων των πλατανιών λυπημένα πρόβαλαν ατέλειωτοι σε κάθε βήμα μας. Τ' άλογα στριφογύριζαν ανεβαίνοντας τόρα ανηφοράκι, ύστερα παίρνοντας κατήφορο, τόρα γυρίζοντας δεξιά, ύστερα αριστερά και πάντα τραβώντας ίσα μπροστά το δρομάκι τους μέσα στην άσωτη, πάντα ρεμματιά. Κάθε τόσο όσοι είμαστε καβάλλα σκύβαμε να περάσουμε από κάτου απ' τα μεγάλα και τεντωμένα προς τη γις κλωνάρια.

Καίτοι η θέσις ακριβώς δεν δύναται να καθορισθεί μετά βεβαιότητος, η τοποθεσία εν γένει της Γεθσημανή είνε προφανής, και τότε, ως τώρα, το ωχρόν φως της σελήνης, τα φαιοπράσινα φύλλα των ελαιών, οι φαιοί αμαυροί κορμοί των δένδρων, η χαράδρα κάτω και η κορυφή του Όρους των Ελαιών άνω προς ανατολάς, και η Ιερουσαλήμ προς δυσμάς, πρέπει να υπήρξαν οι κύριοι εξωτερικοί χαρακτήρες ενός τόπου όστις θα θεωρήται πάντοτε μετ' αθανάτου ενδιαφέροντος ενόσω ο χρόνος διαρκή, ως ο τόπος εν ώ ο Σωτήρ της ανθρωπότητος εισήλθε μόνος εις την αγωνίαν του θανάτου.

Προς το βορειοδυτικόν της χαράδρας υψούτο αμέσως άνωθεν του χειμάρρου μέγα και πετρώδες τριγωνικόν βουνόν φαλακρόν εν τη οξεία κορυφή, αλλά σκιαζόμενον προς τα κάτω υπό πυκνού δάσους δρυών, ων αι ρίζαι και οι κορμοί συνεχέοντο προς τους φαιούς βράχους του, απροσίτους εις τους πόδας του αγρότου, ως ήτο απρόσιτον εις την γλώσσαν το βάρβαρον όνομά του.