United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και καθώς πέρναγε και λαφροπηδούσε από βάτο σε βάτο, από δέντρο σε δέντρο, σα δυσκολοθώρητο αγρίμι πούπρεπε να είνε μαθημένο το μάτι σου να το ξεχωρίσηΜπαμ! ο Σουλεημάνης, που τον παραμόνευε από δικό του κρυψώνα, ας είνε καλά η τετραπέρατη η Μαζώχτρα, που τονε μυρίστηκε από την ώρα που πρωτανέβηκε και τα πρόφταξε του αφέντη της· μια κουτρουβάλα λοιπόν, και κάτου ο Δημήτρης πρι να βραδιαστή κ' η δική του η τουφεκιά.

Έπρεπε να τεντώσω όσο μπορούσα πιο πολύ κάθε μου νεύρο για να πάρω με βία από τα μάτια της το βλέμμα, που έδειχνε πως ήρθε στη συναίστηση πως δεν είτανε μόνη. Την είδα να τα αιστανθή και να τα νοιώση όλα μόνη της, να προαιστανθή και να γνωρίση τι παραμόνευε μέσα της. Έπεσε μπρος μου τρομαγμένη και με παρακάλεσε να μην την αφήσω να φύγημα να έχω ακόμα λίγη υπομονή.

Μισολιποθυμισμένη, απάντησε η Ιζόλδη: «Φίλε, θα σας ακολουθήσω. Αύριο, το πρωί, έχετε έτοιμο το καράβι σας γι' αναχώρησιΤην άλλη μέρα το πρωί, η Βασίλισσα είπε πως ήθελε να κυνηγήση με τα γεράκια κ' είπε να ετοιμάσουν τα σκυλιά της. Αλλά ο Δούκας Αντρέ την παραμόνευε, και την συνώδευσε. Όταν βγήκαν στα χωράφια, όχι μακρυά από την παραλία, ένας φασιανός πέταξε ψηλά.

Ο Ζήνωνας ως τόσο, αν και καθώς είδαμε ευεργετημένος από τον Αρμάτιο, δεν τον αφήκε να το πολυχαρή σαν ξανανέβηκε το θρόνο· μόνε αφού τονέ διόρισε στρατηγό του, έβαλε κατόπι και τον ξεπάστρεψαν. Ο πιο σημαντικώτερος υπουργός του Ζήνωνα είταν ο Ίλλος. Μα μήτε αυτόνα δεν τον έβλεπε ο Αυτοκράτορας με καλό μάτι, παρά μάλιστα και τον παραμόνευε από την αρχή της δεύτερης βασιλείας του.

Κ' εκάλεσα τη σκλάβα μου κι άνοιξα την καρδιά μου. «Θέστυλι, βρες μου γιατρικό στη φοβερή μου αρρώστια »Ο Δέλφις την ταλαίπωρη όλη δική του μ' έχει· »μα στην παλαίστρα πήγαινε και παραμόνευέ τον »εκεί συχνά πηγαίνει αυτός, εκεί ταρέσει νάνε». Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

Περνούσε τους αιχμηρούς στύλους, ερχότανε κάτω από το πεύκο, κ' έρριχνε τα κομματάκια μέσ' την πηγή. Ελαφρά σαν τον αφρό πήγαιναν απάνω-απάνω, και κυλούσαν μαζύ του μέχρι πέρα, ως τα δωμάτια των γυναικών, όπου η Ιζόλδη παραμόνευε τον ερχομό τους. Αμέσως, — τα βράδυα που η Βραγγίνα είχε καταφέρει ν' απομακρύνη το Βασιληά Μάρκο και τους προδότες, — η Ιζόλδη έτρεχε στο φίλο της.

Δεν ακούς που σου το λέγω, μητέρα; Είπε πάλ' εκείνος. Είναι το αίμα που τον πιάνει! Το αίμα, που έχυσε στον δρόμο του, εστοιχειώθηκε τώρα, και δεν τον αφήνει να περάση. Προχθές αναγκάσθηκε να γυρίσ' από τα μισόδρομα και ν' αφήση την πόστα. Ακούεις, είδε κάποιον που τον παραμόνευε: Χωρίς άλλο ήταν το αίμα.

Και τι μ' αυτό; γυρίζει και του κραίνει η Μιχάλαινα με σουφρωμένα φρύδια και με χείλη που στάζανε φαρμάκι. — Και τι μ' αυτό; Μηγαρής τίμια σου φέρθηκε αυτή να σε μπλέξη στη βρακοζώνη της; Και δεν το κατέχω τάχα πως χρόνους και χρόνους σε παραμόνευε να σε πιάση, κ' είχε δεν είχε το κατάφερε να σε κωλοσύρη εχτές εκεί κάτου σαν πεινασμένο γατί;

Η αλήθεια είνε πως ερχόταν ολόρθο στα κύματα. Μπροστά του ένα φως τρανό του φώτιζε το δρόμο. Έλαμπε το φως· μα πιο πολύ έλαμπε το τίμιο το ξύλο. Περίγυρα το πέλαγο απέραντο και μελαψό ανάδευε με σύγκρυο. Ήρθε το κόνισμα και στάθηκα σιγά στον άμμο, κρύφτηκα σε μια βουρλιά. Και το φως κοντά του παραμόνευε. Κάποιο καλογεράκι σύρθηκε απάνω του και γνώρισε το θάμα.

Ήτανε δειλός, αλλά τόση είναι η δύναμις της αγάπης, ώστε κάθε πρωί παραμόνευε για να σκοτώση το θερίο. Μολαταύτα σαν άκουγε από πολύ μακρυά το μουγκρητό του, ο ήρωας έφευγε. Εκείνη την ημέρα, ακολουθούμενος από τους τέσσερες συντρόφους του, ετόλμησε να γυρίση πίσω. Ηύρε τον δράκοντα σκοτωμένο, το νεκρό άλογο, την σπασμένη ασπίδα, και σκέφτηκε ότι ο νικητής θα πέθανε κι' όλα κάπου.