United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΠΡΟΣΠ. Πήγαινε μορφώσου νύμφη θαλασσινή· ας μην είσαι υποκείμενος εις άλλην όραση παρά τη δική μου· αόρατος για κάθε άλλη κόρη οφθαλμού. Πήγαινε λάβε αυτό το σχήμα, και εις αυτό μέσα γύρισ' εδώ. Τρέχα με σπουδή. Ξύπνα! ΜΙΡ. Η παράδοξη ιστορία σου μου έφερε βάρος. ΠΡΟΣΠ. Ξετίναξε το. Έλα, πάμε να εύρουμε τον δούλο μου, τον Κάλιμπαν, όπου δεν μας αποκραίνεται ποτέ ανθρωπινά.

Δεν ακούς που σου το λέγω, μητέρα; Είπε πάλ' εκείνος. Είναι το αίμα που τον πιάνει! Το αίμα, που έχυσε στον δρόμο του, εστοιχειώθηκε τώρα, και δεν τον αφήνει να περάση. Προχθές αναγκάσθηκε να γυρίσ' από τα μισόδρομα και ν' αφήση την πόστα. Ακούεις, είδε κάποιον που τον παραμόνευε: Χωρίς άλλο ήταν το αίμα.

Και η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη• «Πήγαινε, κράξε αυτόν εδώ, να τά 'πη όλα εμπρός μου. και ας παίζουν κείν', είτ' έμπροθεντην θύρα καθισμένοι 530 ή αυτού μέσατα δώματα, αφού καλόκαρδ' είναι. ότι έχουν όλ' ανέγγικτατο σπίτι τ' αγαθά τους, τον σίτον, το γλυκό κρασί• τρέφονται μόν' οι δούλοι• κ' εκείνοι εδώτο σπίτι μας ολοκαιρής συχνάζουν, και βώδια σφάζοντας, αρνιά κ' ερίφια σαρκωμένα, 535 συντρώγουν και το φλογερό κρασί μας καταπίνουν, χαμένα, και όλα φθείρουν τα• ότι άνδρας δεν υπάρχει, ως ο Οδυσσέας άλλοτε, το σπίτι αυτό να σώση. αλλ' αν εις την πατρίδα του γυρίσ' ο Οδυσσέας, με τον υιόν του εκδίκησι της αδικιάς θα πάρη». 540

Ότι την έστειλ' η θεά ασπραγκαλιάρα Ήρα, Ίσια 'γαπώντας και τους δυω, και προστατεύοντάς τους. Εστάθ' οπίσω· κ' έπιασεν απ' τα ξανθά μαλλιά του Τον Αχιλλέα, προς αυτόν φαινόμενη μονάχα· Αλλ' όμως από τους λοιπούς δεν έβλεπε κανένας· Ξιππάσθηκεν ο Αχιλεύς· γύρισ', κ' ευθύς εγνώρισ' Την Αθηνά, και τρομερά τα μάτια της τον φάνκαν. Και δα φωνάζοντας αυτήν, λόγους είχε φτερώτους·

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• «Πατέρα, ως είπες, θα γενή• συ φύγ' άμ' εσπερώση, και γύρισ' αύριο την αυγή, και σφακτά φέρε ωραία• 600 ως προς τα εδώ πρώτα οι θεοί κ' ύστερα εγώ φροντίζω».

Και καθώς το κύτταζαν ακόμα, είδαν πως ήτον το πρόσωπο της Βεργινίας μες το φεγγάρι-Τότες η Λιόλια έβγαλε ένα μεγάλο «Αχκαι πετάχτηκε ολόρθη με τα χέρια στον αέρα. Κι ο Νίκος ξετινάχτηκε απ’ τον ύπνο κατατρομαγμένος και κατρακύλησε απ’ το σκαλοπάτι. . . . Γύρισ' η Λιόλια να μπη στην κάμαρη· η πόρτα ήτον ανοιχτή. Στο κατώφλι ήτον πεσμένο κάτι άσπρο : το φεγγάρι ήτον πεσμένο στο κατώφλι.