United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σώζουνταν όμως πάντα το δέφτερο πρόσωπο λύη · εμείς το σιάξαμε κι αφτό και βάλαμε παντού στον παθητικό την κατάληξη -σαις Η αντωνυμία ημείς δεν είχε πρώτα δασεία · την πήρε από το δέφτερο πρόσωπο υμείς . Βλέπετε που οι αρχαίοι έκαμαν απάνω κάτω τον ίδιο λογαριασμό που έκαμνε κ' η παραμάννα. — «Ημείς βέβαια!

Έτσι και μεις, πρέπει στη στιγμή να βλέπη ο καθένας τι θέλουμε να πούμε, να μας έχη καθρέφτη του ο καθένας, ακόμη και σα δεν είναι άξιος ο καθένας να καταλάβη, να ξεσκαλίση τι κρύφτουμε μέσα μας και μεις. Κάθε αναγνώστης δε θα παρατηρήση με τι σκοπό βάλαμε σ' ένα μέρος charmer και στάλλο ravir.

Για την αγάπη του φοβάται ή για την τιμή του; Αν είναι φιλότιμο, τι μας πειράζει εμάς; Ο ίδιος σου λέει πως μίσος δεν έχει και πως φρόντισε μόνο να πεθάνη έντιμος. Μην κοιτάζης που ξεστομίζει μια φορά μπροστά στη Δεσδεμόνα και κάτι βρώμικα λόγιαεμείς τουλάχιστο τα δασκαλέψαμε, γιατί εκεί που μιλεί εγγλέζικα ο ποιητής, βάλαμε λέξες αρχαίες· μην κοιτάζης που είναι σαν το μπακίρι η θωριά του.

Μου φερνότανε, όπως δε μου φέρθηκε ποτέ από την ημέρα, που βάλαμε το Σβεν ναναπαυτή. Είταν ακόμα αδύνατη και δεν μπορούσε να μιλά πολύ. Μπορούσε όμως νακούη ό,τι της έλεγα. Ήξερε πως ήρθε η άνοιξη και χαιρότανε για τανοιξιάτικα άνθη, που είτανε στο τραπέζι της. — Τι ευτυχισμένοι που σταθήκαμε, Γιώργο, είπε. Τι ευτυχισμένοι που σταθήκαμε. Πρόφερε τα λόγια αυτά με τον τόνο του πιο μεγάλου πόνου.

Ορίστε παραπάνω τουλόγου σας. Προχωρήσαμε 'μεις και Τούρκοι ήρθαν κάτω. Σε λίγο έφτασε ο πασάς, συντροφευμένος από υπαλλήλους κέφιππους ζαπτιέδες. Τον βάλαμε στη μέση κιαρχίσαμε το άσμα μας. Αλλ' ενώ το άσμα έλεγεν ότι τον υποδεχότανε «άπας ο λαός», εκτός των μαθητών είχαν έρθει μόνον πέντε δέκα πρόσωπα της τοπικής εξουσίας και οι προύχοντες του χωριού κιάλλοι τόσοι περίεργοι.

Ο καθένας ζητάει τρία είδη το πολύ και μ’ αυτά φκιάνει τα μαγικά του, αλλ’ εμείς βάλαμε στα στόμα της Μάγισσας όλα, όσα μπόρεσα να μάθω από πολλούς, που είχαν καταφύγει σε διάφορες μάγισσες, κι’ έτσι κατάρτισα μια μαγολογία, όσο το δυνατό μεγαλύτερη. Και όμως με όσα αράδιασα νομίζω, ότι ούτε τα μισά τα είδη δεν έβαλα στη μαγολογία μου.

Η καλή μας τύχη πούχε καν κοντοπούρναρα ξηρά το χάνι μέσα. Τους βάλαμε φωτιά και κάμαμε μια τζόρα για να στεγνώσουμε. Απόξω, ανασταλάζοντας ο ουρανός, σουρούπωσε. Άστοχα από τη σκοτεινάδα της μπόρας βρεθήκαμε 'ςτόν ίσκιο της νύχτας που πρόβαινε αγαλιγάλι. Τον ήλιο δεν τον ξανάειδαμε ως την αυγή.

Και μόνη της η γραία αναγνωρίζουσα το αμάρτημα του οίκου της, έλεγε προλαμβάνουσα τον γέροντα: — Δεν τούπα τ' μακαρίτ' να μη πάρ' βακούφκα! τι τάθελε; Φωτιά βάλαμετο σπίτι μας από τότες. — Ε, να παρακαλής, τέκνον μου, να προσεύχεσαι. Συνεβούλευεν ο γέρων Πνευματικός. Ο Θεός είναι εύσπλαγχνος προς τους μετανοούντας.

Μια και μοναχή, που βάλαμε το αίμα τους μέσα στις φλέβες μας, και μας έδωσε δύναμη και ζωή· εφτάψυχους μα τον προφήτη μας έκαμε. Κ' έτσι ριζώσαμε, και με το αίμα τους τούς κρατούμε. Θα μου πήτε, ξεθύμανε πια κι αυτό. Αν όμως ξεθύμανε μέσα μας, μέσα τους ξεθύμανε άλλο τόσο. Αυτοί καταντήσανε, μάτια μου, να θαρρούν πως δεν μπορούν πια να ζήσουνε δίχως εμάς, τέλειωσε! Έγεινε φυσικό τους να σκύβουν.