United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όχι, τους έδωκε να εννοήσωσι, δεν ήτο Αυτός, αλλ' εκείνοι, οίτινες ήσαν εκ των κάτω, εκείνοι, όχι Αυτός, ήσαν προωρισμένοι, εάν επέμενον εν τη απιστία, εις το σκοτεινόν τούτο τέλος· «Συ τις ειηρώτησαν πάλιν εν οργίλη και απίστω αμηχανία. «Την αρχήν ό,τι και λαλώ υμίν», απήντησεν.

Τότε αυτός λαμβάνοντας κάποιαν ευχαρίστησιν από τους επαίνους μου έπαυσε, και μου το έδωσε εις το χέρι και εμένα διά να το λαλήσω· λάβε, ω υιέ μου, μου είπε· λάλει και εσύ καμπόσον διά να ιδώ πως το εξεύρεις· Εγώ τον επήκουσα και το επήρα, και έχοντας καλά την πράξιν εις αυτό, άρχισα να το λαλώ συντροφιάζοντάς το με έναν ήχον με την φωνήν μου, που τον έκαμα να μείνη εκστατικός, ο οποίος δεν έλειψε που κατά πολλά να με επαινέση.

Να σου ειπώ, αδερφή, της λέγει· Μια φορά πασάνας φταίγει, Μόν ο φρόνιμος σαν πάθη, Υστερώτερα θα μάθη Να νογάη, και να προβλέπη Να φυλάγεται όπως πρέπει· Έτζι εγώ μες το τριφύλλι Δε μ' απόσταινε τ' αχείλι, Άνοιξι και καλοκαίρι, Να λαλώ το μεσημέρι· Μόν αφόντης μ' έχουν πιάση, Η ανάγκη μ' έχει βιάση Το συνήθιο μου ν' αφήσω, Κι' άλλα μέτρα ν' αποχτήσω.

Τα ρήματα α λαλώ υμίν πνεύμα εστι και ζωή εστι». Διατί άρα εύρον τους λόγους Του τόσον σκληρούς; Λέγει αυτοίς· διότι τινές εξ αυτών δεν επίστευον· διότι, ως είχεν ήδη ειπεί εις τους Ιουδαίους, το πνεύμα της πίστεως είνε δώρημα και χάρις του Θεού, και την δωρεάν ταύτην οι γογγυσταί εκείνοι απέριπτον, και κατά της χάριτος ταύτης εμάχοντο και νυν έτι.

Νάχω και σε ψηλήν κορφή καλύβα από ρουπάκια, Νάχω με τα βοσκόπουλα σε κάθε σκάρον γλέντι, Νάχω φλογέρα να λαλώ ν' αντιλαλούν οι κάμποι, Νάχω και κόρην ώμορφη στεφανωτήν μου νάχω, Να μου βοηθάητο σάλαγο, να μου βοηθάητα γρέκια, Κι' όντας θα τα σταλάζουμε τα δειλινάτους ίσκιους, 'Σ της ρεματιάς τη χλωρασιά μαζύ της να πλαγιάζω, Να με κοιμίζη με φιλιάτους δροσερούς της κόρφους.

Και η κόρη μου η δυστυχής οδύρεται και κλαίει μαθούσα την θανάσιμον τύχην, την οποίαν ο πατήρ της μελετά δι' αυτήν. Αλλ’ ιδού, ενώ περί αυτού λαλώ, έρχεται ο Αγαμέμνωναυτός, όστις ετοιμάζεται να διαπράξη ανοσιούργημα κατά του ιδίου του τέκνου. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ και οι ΑΝΩΤΕΡΩ.

Το μόνον έργον μου είνε να λαλώ, εις άλλα δε μέρη του σώματος ανήκει να κάμνουν και να παθαίνουν τα τοιαύτα, θα ήτο προτιμώτερον δι' εμέ να με κόψουν όπως της Φιλομήλας την γλώσσαν. Βεβαίως ευτυχέστεραι από εμέ είνε αι γλώσσαι εκείνων οίτινες τρώγουν τα τέκνα των.

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Και δεν ημπορείς να την πάρης μόνος σου την αφορ- μήν; Να σου την δώσουν πρέπει; ΤΥΒΑΛΤΗΣ Μερκούτιε, συχνολαλείς με τον Ρωμαίον! ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Συχνολαλώ! Παιγνιδιάτορα μ' έκαμες εμένα, να λα- λώ; Αν με κάμης παιγνιδιάτορα, κύτταξε καλά να μη σου ταις παίξω! Το βλέπεις το βιολί μου; Να μη σε κάμω μ' αυτό να χορεύσης, εσύ! Ακούς εκεί, συχνο- λαλώ!

Λαλώ περί ονείρων και είναι κούφιου κεφαλιού τα όνειρα παιδάκια, γεννήματα του τίποτε, ήγουν της φαντασίας· κ’ η φαντασία είναι τι, λεπτόν 'σαν τον αέρα, και άστατον 'σαν την πνοήν τ' ανέμου, οπού πότετην παγωμένην του Βορηά γλυκαίνεται αγκάλην, και αν θυμώση έξαφνα, φυσά και την αφίνει και στρέφεται προς την Νοτιάν την δροσοσκεπασμένην.