United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αντήχει εντός του καφενείου η βοή ασμάτων πατριωτικών, τα οποία εποίκιλλε κάποτε η λύρα των εις τρυφερώτερον ρυθμόν τονιζομένη. Αλλ' εκτός τούτου.... διότι επί τέλους δεν εκοιμώντο επί ρόδων και οι Τήνιοι,― εκτός τούτου, δεν δύναται να θρηνή αιωνίως ο άνθρωπος.

Ωχ! έκλαιεν ακόμη θρηνών ο ρινόφωνος γραμματεύς και οικονόμος πάτερ-Σισώης, κλειδωμένος εν τω κενώ ταμείω. Και αντήχει γοερώς η φωνή του εις την έρημον κόρδαν των κελλίων ως νυκτικόρακος στεναγμός. — Μας επρόδωσαν, κύριε δήμαρχε! επανελάμβανεν ο γέρων αρχοντάρης. Μας επρόδωσαν! Τα εγνώριζον όλα. Ακόμη και τα κλειδιά, τα οποία είχον εις τον κόρφον μου!

Αλλέως μέσα ‘ς την σπηλιάν όπου γλυκοκοιμάται θα την ξυπνούσα την Ηχώ, να κάμω να βραχνιάση κ' εκείνης η αέρινη η γλώσσα, τον Ρωμαίον με αντιλάλημα πυκνόν να κράζη μέσ' το σκότος. ΡΩΜΑΙΟΣ Είν' η ψυχή μου που λαλεί και τ' όνομά μου κράζει. Ω! τι γλυκά που αντηχεί ο ασημένιος ήχος μιας φωνής ερωτικής ‘ς τα σκοτεινά, την νύκτα, 'σαν μουσική αρμονική στ' αυτιά προσηλωμένα. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ρωμαίε μου!

Αργεί να έλθη, αλλά τέλος έρχεται, και αρχίζετε ήδη να αισθάνεσθε την ευχάριστον εκείνην έκλυσιν των σωματικών σας δυνάμεων, την ποθητήν εκείνην σύγχυσιν των ιδεών, ήτις τον προαγγέλλει, ότε . . . . . αίφνης φοβερά φωνασκία μουσολήπτων δαιμόνων αντηχεί από της οδού. Δεν είνε είς, κλαυθμηρίζων ερρίνως, ως άλλοτε, τον αμανέν του.

Από τους βραχίονάς της, τους πόδας, τα ενδύματά της ανέθρωσκον σπινθήρες αόρατοι οι οποίοι επυρπόλουν τους άνδρας. Μία άρπα αντήχει. Το πλήθος την ανευφήμει. Χωρίς να κάμψει τα γόνατά της χωρίζουσα τας κνήμας της, έκυψε με τόσην τέχνην ώστε η σιαγών της έψευσε το δάπεδον.

Και αν είχαμεν δύο χιλιάδας, υπέλαβεν ηλιθίως μειδιών ο κύριός μου, ακόμη καλλίτερα. Δυστυχώς ο διάλογος εκείνος, όστις αντήχει ως ωραία μουσική εις τα ώτα μου, διεκόπη ταχέως, και είδα χαίνουσαν μετ' ολίγον ενώπιόν μου την θύραν νέας φυλακής, του σιδηρού κιβωτίου του κτήτορός μου.

Ο Νικολός εφορτώθη πάλιν το ζεμπίλι, εγώ έλαβα το είδος του ροπάλου μου, κ' αίφνης ακούομεν δρομαίον βήμα, και εις τα ώτα μας αντηχεί γνώριμος φωνή: — Εδώ είσθε;... καλά που... σας ηύρα. Ήσθμαινεν ο άνθρωπος από τον ανηφορικόν δρόμον. Ήτον ο εξάδελφός μου ο Γιαννιός, άνθρωπος πλέον ή σαράντα ετών. οπαδός της Μεγάλης Ιδέας, έχων δύο βάρκες, την «Θεού Σοφίαν» και την «Επτάλοφον».

Απεκρίθη η Γερακούλα και κατήλθε, σύρουσα την ξένην προς την θύραν βιαίως. Κ' επανελάμβανε·Ψόφησε! Εν ω αντήχει ο φοβερός τριγμός των ροκανιζομένων φύλλων. Κατά πρόληψιν παλαιάν δεν πρέπει «ξένο μάτι» να ίδη το καματερό.