Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουλίου 2025
Ο δε Δημοσθένης ενώ επλησίαζεν ο πελοποννησιακός στόλος, εξαπέστειλεν εις Ζάκυνθον δύο πλοία, διά να μηνύση εις τον Ευρυμέδοντα και τους ευρισκομένους εις τα πλοία Αθηναίους να σπεύσουν, διότι εκινδύνευεν η Πύλος.
Πώς να περιγράψω την αγωνίαν των ατελευτήτων εκείνων ημερών ! Εφοβούμεθα να λαλήσωμεν μη ο ελάχιστος θόρυβος μας προδώση. Η Ανδριάνα έκλαιεν, έκλαιεν ακαταπαύστως, και λυγμοί ενίοτε εξέφευγον από του στήθους της• ο πατήρ μου επέβαλλε τότε σιωπήν. ― Θέλεις να μας καταδώσης ; έλεγε. Και έκρυπτεν η Ανδριάνα την κεφαλήν, και δεν ηκούετο ο θρήνος της. Επλησίαζεν η μήτηρ μου να την παρηγορήση.
Αλλά μη βλέποντες άνθρωπόν τινα, και όντες κουρασμένοι κατά πολλά, επειδή ο ήλιος εβασίλευε και επλησίαζεν η νύκτα, τρέμοντες από τον φόβον, και στοχαζόμενοι πού να φύγωμεν, ιδού βλέπομεν εξαίφνης και ανοίγει μία θύρα από ένα κατώγεον, και εβγαίνει έξω ένας γίγαντας μαύρος και φοβερός, όστις είχεν ένα μάτι μόνον στρογγυλόν εις το μέτωπον τόσον κόκκινον, που εφαίνετο ωσάν πέταλον καμμένον εις το καμίνι· τα εμπροσθινά του δόντια ήσαν έως μίαν πιθαμήν μεγάλα και σουβλερά, και έβγαιναν έξω από το στόμα, το οποίον στόμα του ήτον ωσάν το του αλόγου· το κάτω του χείλι εκρέματο έως εις το στήθος· τα αυτιά του ήσαν μεγάλα έως μίαν πήχυν, πλατιά και μαλλιαρά ωσάν του Ελέφαντος και του εσκέπαζαν τες πλάτες· τα νύχια του ήτο ωσάν του αετού και λεονταριού.
Όσον επλησίαζεν ο Παντελής, ήκουε τας φωνάς των δύο αδελφών, φωνάς εξηγριωμένας. Έπειτα, διά μιας, σιωπή! Ότε επί τέλους ανέβη εδώ ο Παντελής, δεν ήτο πλέον εις καιρόν να τους χωρίση. Ενηγκαλισμένοι, εις αυτήν την στενήν λωρίδα γης, επάλαιον. Ήσαν εις την άκραν του κρημνού.... Έπεσαν και οι δύο ομού, και ένα μόνον κρότον ήκουσεν ο Παντελής, ότε εβυθίσθησαν κάτω εις την θάλασσαν...
Εκεί τον είδα κ' επλησίαζεν εις το γεφύρι. Μα καθώς ήτανε χειμώνας, και τα κλαδιά χωρίς φύλλα, και καθώς είχε την υποψία μέσα του, μ' εσκιάχθηκε πριν ζυγώση αψηλά, στην μέση του γεφυριού, κ' εστράφη πίσου κι' άρχισε να τρέχη. Έπεσα κατόπι του μ' όλη μου τη δύναμι, μα ήτανε γρηγορώτερος. Δύο φοραίς ετράβηξα πάνω του, δυο φοραίς απάντησε το σκυλί φεύγοντας.
Ο Οκτώβριος επλησίαζεν εις την λήξιν, ο καιρός ήτο ψυχρός και εις την εστίαν εσπινθήριζεν η πρώτη του έτους, εκ ξηρών κλημάτων πυρά, ότε αντήχησεν ο κώδων της εξωθύρας και ευθύς έπειτα επί της κλίμακος βαρύ πάτημα μετά κλαγγής σπάθης επί των λιθίνων βαθμίδων.
Εγνώριζε μεν και αυτήν και τον σύζυγόν της, εχαιρετώντο καθ' οδόν, αλλ' ουδέποτε συνωμίλησε μετ' αυτής, ώστε δεν είχεν ούτε το δικαίωμα ούτε το θάρρος να την μεταχειρισθή ως προξενήτριαν. Ταύτα εσκέπτετο, ενώ διήρχετο την πλατείαν πορευόμενος προς την οικίαν του, διότι επλησίαζεν η μεσημβρία, ώρα φαγητού, ότε είδεν αίφνης απέναντι του ερχόμενον τον Κ. Μητροφάνην.
Ήδη επλησίαζεν η ημέρα του γάμου και ο γέρων δεν είχε το χρηματικόν ποσόν το οποίον υπεσχέθη εις τον γαμβρόν, οι συγγενείς δε του νέου εδήλωσαν ότι δεν θ' άφινον αυτόν να στεφανωθή την κόρην, αν δεν του εμετρείτο τούτο πρώτον μέχρι λεπτού.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν