United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ ακούοντας έτσι, και με το να μην είδα ποτέ μίαν τέτοιαν τάξιν, με όλον που ήξευρα πως θα εφυλάγετο εις διαφόρους τόπους της Ινδίας, απεφάσισα να σταθώ διά να την ιδώ. Καθώς που η ώρα ταύτης της φρικτής αποφάσεως επλησίαζεν, έτσι εγέμιζε και εκείνος ο τόπος από αναρίθμητον λαόν, που έβγαιναν διά να θεωρήσουν.

Ο Κ. Πλατέας, κεχηνώς, δεν εγνώριζε τι να υποθέση. Αλλά δεν εστράφη. Έμενεν ακίνητος, προσηλών εν σιωπή τα βλέμματα εις του Λιάκου τους οφθαλμούς, προσηλωμένους πάντοτε προς τον δρόμον. Εκ της εκφράσεώς των ενόησεν ο Πλατέας ότι το αντικείμενον της προσοχής των επλησίαζεν, αλλά δεν ετόλμα ούτε να κινηθή, ούτε να ομιλήση. — Ειπέ τίποτε, ψιθυρίζει αίφνης ο Λιάκος επιτακτικώς.

Δεν δυνάμεθα, ως εικός, να υποθέσωμεν ότι επέστρεψαν εν σώματι, αλλ' ότι από καιρού εις καιρόν, ανά δύο, καθώς ο Κύριος επλησίαζεν εις τας διαφόρους πόλεις και κώμας όπου τους είχε πέμψει, είρχοντο όπως δώσωσιν Αυτώ λόγον της διακονίας των.

Ομοίως δε, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, νομίζω ότι και το άκρυον, εάν ήτο άφθαρτον, οπόταν κανέν κρύον πράγμα επλησίαζεν επάνω εις την φωτιάν, αυτή ποτέ δεν θα εσβύνετο, ούτε θα εφθείρετο, αλλά θα έφευγεν εκείθεν απείρακτος. Άφευκτον είναι, είπεν ο Κέβης.

Ίσως ήτο το λυκαυγές της πρωίας, διότι η νυξ επλησίαζεν εις το τέρμα της, ήτο Ιούλιος μην. Αλλ' ο Βινίκιος δεν ηδυνήθη να κρατήση κραυγήν απελπισίας και λύσσης, διότι εσκέφθη ότι ήτο η λάμψις της πυρκαϊάς.

Καθόσον όμως επλησίαζεν, ηδύναντο ν' ακουσθώσιν και αι φωναί. Διότι το ανατραπέν σκαφίδιον, ωθούμενον υπό των κυμάτων, είχε μετατοπισθή πολλάς δεκάδας οργυιών προς τα νοτιοδυτικά, και ο γέρων ναυαγός συνέβαλε και αυτός εις τούτο διά των χειρών και των ποδών. Τέλος το τρεχαντήριον προσήγγισε και απέλυσε την λέμβον. Ο μπάρμπα-Διόμας ήκουσε κώπας πλαταγούσας πλησίον του, αλλά μόνον ήκουσεν.

Μετά πολλής ορμής ήρχισεν ο Ηράκλειος την εκστρατείαν του έτους τούτου πυρπολών τας πόλεις και τας κώμας της Περσίας, όσας διήρχετο. Τούτο έπραττε διά να φέρη εις στενοχωρίαν τον Ραζάτην, ο οποίος δεν επλησίαζεν, αλλά μόνον παρηκολούθει εκ των όπισθεν.

Δυστυχώς το υποδηματοποιείον είχε κλείσει. Επλησίαζεν ογδόη ώρα· δύο ώρες νύκτα. Επέστρεψα εις του Τσαμασφόρου. — Κωσταντή, δεν ηύρα τον ανεψιό μου. Ο μάστορής του έκλεισε από νωρίς. Ήθελα να του πω, να πη χαμπάρι στο σπίτι. Δεν συμφέρει να πάω ο ίδιος εκεί. θα φωνάζουν η αδελφές μου: «Πού θα πας τέτοια ώρα», και τα λοιπά. Μιζέριες γυναικών . . . Ακούς να σου πω; . . . — Λέγε.

Της απεκρίθη ο βασιλεύς με την συνηθισμένην πλαστήν φωνήν του αράπη, λέγοντάς της· πλησίασε σιμά μου, δος μου το χέρι σου. Και ενώ επλησίαζεν αυτή σιμά του και άπλωνεν εις αυτόν το χέρι της, αυτός ευθύς επήδησεν από το κρεββάτι ως θυμωμένον λεοντάρι και με μίαν σπαθιάν της εχώρισε το σώμα εις δύο κομμάτια, και έπεσε νεκρά και ακίνητος εις την γην.

Αλλ' ο Καπετάνιος ιδών συλλογισμένον τον φίλον του οινοπώλην ηρώτησε την αιτίαν, και του είπεν αμέσως: — Μη φοβάσαι, κυρ-Μιχάλη. Ο Καπετάνιος είνε εδώ! . . . Και επλήρωσε το επισπρόσθετον ενοίκιον. — Ο καϋμένος ο Καπετάνιος! Καλή του ώρα! Ανεστέναξε ο κυρ-Μιχάλης αποπερατώσας πλέον πάσαν εργασίαν. Σε ποιο κλαρί τάχα να πασχάση! . . . Επλησίαζεν η ώρα της Αναστάσεως.