United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αχάριστοι, ταράζετε την ώρα που ο αφέντης σας ζητά ν' αναπαυθή· για σας κοπιάζει τόσα χρόνια τώρα, για να κάμη τη χώρα σας τρανή. Ντροπή, λαέ! τι θέλεις συναγμένος—; Στου παλατιού την έξω πόρτα ορθός έτσι έκραξε ένας στα χρυσά ντυμένος. «Ψωμί, ψωμί», τον έκοψε ο λαός.

Του Παλατιού απόβλητος του Καίσαρα, σκληρός σε κάθε ηδονή του Κόσμου, μοναχά τη μυστικιά φωνή ακούγοντας που του μιλούσε για τη σωτηρία των ανθρώπων, όσοι κάτω από το βούρδουλα των μοχθηρών βογγούσαν σκλάβοι, προσφέρθηκε θυσία κι' από μυτερών δοράτων το στυφό το μέταλλο τρυπήθη το κορμί του, χωρίς να βγάλη η φωνή του παραπόνου στεναγμό. Δε θέλει σκέψι ούτε δισταγμό η Πίστις.

Αλλ' επειδή επέρασεν αρκετή ώρα της νυκτός ανέβαλε την εκτέλεσιν διά την αύριον, και αποχαιρετήσας ως τόσον τον νέον βασιλέα ανεχώρησε να αναπαυθή ολίγον εις άλλον θάλαμον εκείνου του παλατίου.

Ο βασιλιάς ο άνδρας της την έβλεπε και του καιγότανε η καρδιά του. Έφερε όλους τους γιατρούς και τους μάγους του βασιλείου, μα κανένας δεν μπόρεσε να την γιατρέψη. Κ' η βασίλισσα έκλαιγε μερόνυχτα και τα μάτια της είχαν μαραθή από τον πόνο και την αγρύπνια. Η βασίλισσα καθότανε όλη την ήμερα μέσα στο μεγάλο περιβόλι του παλατιού κ' έκλαιγε τον πόνο της.

Οι χάρες του ακουστήκανε ως τα πιο μάκρυνα βασίλεια και πλούσιοι βασιλιάδες, από στεριά και θάλασσα, στέλνανε προξενιές στο γέρο βασιλιά για το χαριτωμένο τον υγυιό του. Μα το βασιλόπουλο δεν έβαλε ποτέ αγάπη με το νου του, τα μάτια του ποτέ δεν τάρριξε απάνω σε κοπέλλα κ' έλειπε πάντ' από τα πανηγύρια και τα ξεφαντώματα του παλατιού.

Μετά το έκτον μου ταξείδι, αφού επέστρεψα εις την πατρίδα με μεγάλους θησαυρούς, ως άνωθεν ηκούσατε, απεφάσισα να μη ταξειδεύσω πλέον διά τε τον φόβον των κινδύνων, και μάλιστα διά το της ηλικίας προβεβηκός τρόπον τινά· ώστε δεν εστοχάζομουν άλλο, πάρεξ το να διάγω εις το εξής μίαν ζωήν ήσυχον με ευθυμίας και περιδιαβάσεις· αλλ' όντας μίαν ημέραν εις μίαν χαροποιάν ξεφάντωσιν με την συνοδείαν διαφόρων φίλων και συγγενών μου, έστειλεν ο Βασιλεύς Καλίφης έναν από τους αξιωματικούς του παλατίου του εις αναζήτησίν μου· ο οποίος είχε προσταγήν παρά του βασιλέως διά να παρασταθώ εις τον βασιλέα.

Κι' ο Βασιληάς του το παραχώρησε μπροστά σ' όλους τους ανθρώπους του παλατιού του. Τότε ο Καερδέν προσέφερε στη Βασίλισσα μια ωραία πόρπη δουλεμένη με φίνο χρυσάφι.

Τότε η βασιλοπούλα λέγει· θέλω να στείλης παντού ορισμόν με διαλαλητάδες που να κηρύξουν ότι όλα τα βασιλόπουλα που θέλουν με ζητήσει, κανένα να μη με στεφανωθή, αν πρώτον δεν μου ήθελε διαλύση τα αινίγματα ή απορίας που έχω να του προβάλλω έμπροσθεν εις τους διδασκάλους και σοφούς και αν μου αποκριθή σωστά, και μου τα διαλύση, θέλω του είμαι γυναίκα· ειδέ μη και δεν ημπορέσει να αποκριθή και να τα διαλύση, να του κόπτεται το κεφάλι εις την αυλήν του παλατίου σου.

Την πορφύρα, Οπού την χρυσοκέντησαν του παλατιού η παρθέναις, Του λόγγου τ' αγριοπρίναρα κ' η αρηαίς την είχαν σχίσει Κ' εσέρνουντανταις λαγκαδιαίς κομμάτια. Όμως τα νειάτα Τ' αθάνατα, τα δροσερά, κ' η θεϊκή ωμορφιά της Άγγιχτα, απείραχτα έμεναν καιτο θερμό του κάμπου Καιτου βουνού την παγωνιά, κ' έλαμπε όθε περνούσε Ωσάν ουρανογέννητη θεά, 'σαν νύμφη αρχαία.

Την άλλη μέρα, μέσα στη σκοτεινή ακόμη νύχτα, ο Τριστάνος, αφήνοντας την καλύβα του Όρρι του δασοκόμου, πήρε το δρόμο του παλατιού μέσα από πυκνές συστάδες βάτων και δέντρων. Καθώς έβγαινε από μια λόχμη, κύτταξε πέρα σ' ένα πλάτωμα κ' είδε τον Γκοντοΐν που έβγαινε από τον πύργο του. Ο Τριστάνος κρύφτηκε μέσα στα βάτα και σμούλωξε παραμονεύοντας: «Α! Θεέ!