United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εξαναγύρισα το λοιπόν την ερχομένην ημέραν εις τον ίδιον καφενέ, και ηύρα εκεί πάλιν τον γέροντα· επήγα εις αυτόν πρώτον από τους άλλους και επρόσφερα την πραγματείαν μου. Αυτός αφού επήρε καμπόσον μπάλσαμον με έκαμε πάλιν να ξανακαθήσω κοντά του και με εβίασε τόσον διά να του διηγηθώ την ιστορίαν μου, που δεν ημπόρεσα πλέον να του το αρνηθώ.

Μακριά όμως να μη τον θυμώσης. Τον εθύμωσες; φεύγα από κοντά του. Ίδιος βοριάς στις πρώτες του ημέρες γίνεται. Τρέχα να εμπής στο λιμνοστάσι γιατί φίδι που σ' έφαγε! Τόρα εθύμωσε με το πουλί. — Αν δεν σου πιω το αίμα, να μη με ειπούν καπετάν Κρεμύδα· είπε σκάζοντας χάμω τον κόκκινο σκούφο του. Άλλαξε αμέσως το καψούλι, έφτιασε την αβιζώτη και δίνοντας το τιμόνι στον γέροντα·

Όταν έφθασαν εις το υποδειχθέν μέρος, τους κατεσκόπευσα μακρόθεν και επείσθην ότι ο Ευρίκιος δεν ήτο μύθος. «Προς τα κάτω, παρά τον ποταμόν, περί τα πεντήκοντα άτομα εξεφόρτωναν λίθους από μίαν μακράν σχεδίαν. Είδα τον Χίλωνα να πλησιάζη εις αυτούς και να αρχίζη σννδιάλεξιν με ένα γέροντα· ούτος ερρίφθη εις να γόνατά του· οι άλλοι τους περιεκύκλωναν, εκπέμποντες κραυγάς εκπλήξεως.

Κανένα πράγμα δεν ημπορούσε να παρομοιάση την ανησυχίαν της Κατηγέ, η οποία βλέποντας ότι η νύκτα επλησίαζεν ευρέθη εις μεγάλην αδημονίαν· απόπερνε με ονειδισμούς τον γέροντα· εσύ είσαι εκείνος του έλεγεν, που μου επροξένησες ετούτην την δυστυχίαν, και αν δεν ήθελε μας τύχη το κακόν συναπάντημα, εγώ ήθελα είμαι με την αδελφήν μου.

Αυτά τα λόγια και οι ονειδισμοί έθλιβαν κατά πολλά τον γέροντα· δεν ήξευρε τι να αποκριθή τόσον εφοβούνταν διά να μη την αγριώση περισσότερον, επειδή και έβλεπε καλά πως είχε δίκαον εναντίον του.

Ακούοντας έτσι ευθύς εμίσευσα από αυτόν, και ύστερον από ολίγην ώραν, ηύρα τον δεύτερον γέροντα· ετούτος εφαίνονταν νεώτερος από τον άλλον, και τότε άρχιζαν να ασπρίζουν τα μαλλιά του, ώστε που ημπορούσε να νομισθή υιός του πρώτου και όχι μεγαλύτερός του. Τον ερώτησα και αυτόν ωσάν τον άλλον, αν ήξευρε ποίος εκατασκεύασεν εκείνο το χαμαϊλί.

Το έλεγε και το απεδείκνυεν ατυχώς!. . . Και μία λύπη κατέλαβεν ήδη τον γέροντα· λύπη απ' εκείνας που αφαιρούν του ανθρώπου τα συναισθήματα έως να λησμονή και τον ίδιον εαυτόν του. Τα δάκρυά του έπαυσαν αίφνης.