United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Αμπουλβάρης το εδέχθη μετά πάσης χαράς και ερχομένη η ώρα διά να μισεύσουν, εσηκώθηκαν με όλους τους ακολούθους του, που υπέρβαιναν τον αριθμόν των διακοσίων ανθρώπων και μετά ολίγας ημέρας έφθασαν εις την Μπάσραν με μεγάλην ευφροσύνην.

Κ' εκείνα κείτονταν όλα χάμω χωρίς να βόσκουνε, μήτε να βελάζουνε, μα, θαρρώ, το Δάφνη και τη Χλόη, που είχανε γίνει άφαντοι, πιθυμούσαν. Όταν λοιπόν εφάνηκαν και τους εφώναξαν όπως πάντα κ' έπαιξαν το σουραύλι, τα πρόβατα, αφού εσηκώθηκαν, έβοσκαν και τα γίδια επηδούσανε βελάζοντας σαν να χαίρονταν για τη σωτηρία του αγαπημένου τους γιδάρη.

Τότ' εσηκώθηκαν αυτοί κ' εκίνησαν ως είπε• και ότετους δόμους έφθασαν τους ευμορφοκτισμένους, εις ταις καθήκλαις έστρωσαν καιτα θρονιά χλαμύδαις• κ' έσφαζαν κείνοι αρνιά τρανά κ' ερίφια σαρκωμένα, 180 μοσχάρι και χοίρους θρεφτούς, το γεύμα να ετοιμάσουν.

Κ' εκείνοι, αφού εσηκώθηκαν, κάνουνε θυσία στο Διόνυσο κριάρι χρονιάρικο· κι αφού ανάψανε μεγάλη φωτιά, ετοίμαζαν το φαΐ. Ενώ λοιπόν η Νάπη εζύμωνε κι ο Δρύαντας έψηνε το κριάρι, βρίσκοντας ευκαιρία ο Δάφνης κ' η Χλόη, βγήκαν έξω από τη στάνη εκεί όπου ήταν ο κισσός· κι αφού έστησαν πάλι δίχτυα και ξόβεργα, έπιασαν όχι λίγα πουλιά.

Και αφού εσηκώθηκαν από το δείπνον, ο Κατής έβγαλε και της έδωσε τες τέσσαρες χιλιάδες φλωριά, και έπειτα όλος γεμάτος από αγάπην δεν έπαυε που να της κάνη χίλιους επαίνους και εγκώμια, αποδείχνοντάς την τήν άκραν του ευχαρίστησιν, που ήθελεν αξιωθή να απολαύση ένα υποκείμενον τόσον επιθυμητόν προς αυτόν.

Λέγοντας έτσι εκείνη επήρε τον Κουλούφ από το χέρι και τον έφερεν εις μίαν σάλαν και εκεί εκάθησαν όλες εις μίαν μακράν τράπεζαν, η οποία ήτον γεμάτη από πολυποίκιλα και νόστιμα φαγητά και πιοτά. Και αφού έφαγαν και έπιαν, εσηκώθηκαν οι σκλάβες από την τράπεζαν και άλλες επήραν και ελαλούσαν διάφορα όργανα, και άλλες ετραγουδούσαν με αγγελικές φωνές, και άλλες εχόρευαν διαφόρους χορούς.

την αγοράν επήγαιναν και ακολουθούσε πλήθος άπειρον εσηκωθήκαν πολλοί και λαμπροί νέοι• 110 ο Ακρόναος, ο Ωκύαλος, πετάχθη, ο Ελατρέας, ο Ναυτηάς, ο Αγχίαλος, ο Πρύμνης, ο Ερετμέας, ο Αναβησίναος, ο Ποντηάς, ο Θόωνας, ο Πλώρης, ο Αμφίαλος, 'που ο Πολύναος γέννησε ο Τεκτονίδης, ο Ευρύαλος, οπ' ώμοιαζε τον ανδροφόνον Άρη, 115 και ο Ναυβολίδηςτην μορφήν ο πρώτος καιτο σώμα, ύστερ' απ' τον Λαοδάμαντα, της νειότης των Φαιάκων. και οι τρεις σηκώθηκαν υιοί του ασύγκριτου Αλκινόου, ο ισόθεος Κλυτόναος, ο Άλιος, και ο Λαοδάμας. και των ποδιών πρώτ' άρχισαν εκείνοι τον αγώνα• 120 από την στήλη τάνυσαν αντάμα την ορμή τους και οι τρεις, σκόνη σηκώνοντας, ως έσχιζαν το σιάδι. ο ασύγκριτος Κλυτόναοςτα πόδια εφάνη πρώτος• και όσοντο νειάμα διάστημα οργόνουν δυο μουλάρια, οπίσω εκείνους άφησε, κ' έφθασεν εις τα πλήθη. 125 εις το βαρύ το πάλαισμα κατόπι αγωνισθήκαν και νικητής ο Ευρύαλος εβγήκε των ανδρείων. ο Αμφίαλοςτο πήδημα καθ' άλλον υπερέβη. ο Ελατρηάςτο δίσκευμα• και εις την γρονθομαχία ο Λαοδάμας, αγαθός υιός του Αλκινόου. 130

Και λέγοντας ταύτα τα λόγια εσηκώθηκαν και επήγαν να γευθούν, διατί η ώρα ήτον πολλά αργά.

Μα κ' εκείνη με την ίδια επιμονή κατάματα τον εκύταζε, λέγεις και ήθελε να τον αβασκάνη. Και αληθινά στο τέλος τον αβάσκανε. Ο καπετάνιος έγινε κίτρινος σαν το κερί. Ύστερα για μιας άλλαξε χρώμα κ' έγινε καταμέλανος· ανέβηκε το αίμα να τον πνίξη. Τα μαλλιά του εσηκώθηκαν ορθά· τα μουστάκια του αγρίεψαν, τα μάτια του έρριξαν αστραπές και είτε από τον θυμό είτε από το αβάσκαμα, όλος άρχισε να τρέμη.

Η μάνα με την ψυχοπαίδα, δεν είχαν πάρει μεσάνυχτα ακόμη, κ' ήταν ξύπνιες. Εσηκώθηκαν, έβαλαν φωτιά, κι άρχισαν να ψήνουν τα λαλάγκια. Μας πήρε η τσίκνα του λαδιού, που τίκλωσε μέσα το σπίτι. Ακούσαμε και το τσιτσίρισμα του τηγανιού στη φωτογωνιά. Επεταχτήκαμ' από τα στρώματα κ' εμείς τα παιδιά. Ετριγυρίσαμε τη φωτογωνιά γύρω ολόχαρα.